δίπλα

Δίπλα. Υπάρχει το τοιχάκι με τις βεργίνες και τα λουκάνικα και τις έψα λεμονίτες , πλαστικά ποτήρια φελιζόλ και ανθρώπινα κεφάλια τόσο ελάχιστα κοντά στο βλέμμα μου που δεν τα καταλαβαίνω δε μπορώ να πω με βεβαιότητα αν κάτι υπάρχει όταν δεν έχω επιβεβαιώσει την πληροφορία στο στομάχι ή στον υπολογιστή μου. Και λέω πως μόνη εγώ παρατήρησα το σβησμένο κεράκι με τα πράσινα φυλλώματα στην κολώνα της δεη έξω από το Θεαγένειο και μάλλον θα έπρεπε να μοιραστώ αυτή την ιδιαιτερότητα στη διακόσμηση της πόλης. Ωστόσο, γνωρίζω από πριν πως οι γυναίκες δουλεύουν, οι άντρες επιβάλλουν και τα παιδιά είναι στο σχολείο. Οι περισσότεροι γέροι θα μπορούσαν να δουν το κεράκι – ψεύτικο φως- αλλά διατηρούνται απασχολημένοι στην αρρώστια τους κι έτσι η πόλη απομακρύνεται στις αναπαραστάσεις της όπως ένα ξύλινο κιβώτιο αναιρείται ριζικά όταν γίνεται παιδικό παιχνίδι.Μπαρόκ είναι να κοιμάσαι κρεμασμένη απ’ το κρεβάτι και να μη σε νοιάζει αν θα ξεκουραστείς, γιατί το σκούτερ δεν προχωρά πέρα από τη Ρώμη. Η γειτονιά είναι η γραμμή που ρουφάω για να κινηθώ πιο μακριά χάνομαι πιο κοντά συγχύζομαι και είναι η ιδέα του κουβαλήματος του σώματος που προκαλεί περιέργεια να μετρήσω πόσα βήματα είναι μέχρι το Μασούτη κι αν αξίζει τον κόπο να αγοράσω ψωμί στα 654 κι όχι στα 231 για να δω κάτι που πριν αγνοούσα κι αυτό να γίνει εμπειρία να με φτάσει ως ύλη. Δίπλα σκοτεινιάζει μια ωραία διασκέδαση. Η Θεοδοσία περπατάει γρήγορα βρίσκεται έξω απ’ τη σχολή σταματά για να χαμογελάσει και να μου ευχηθεί καλή όρεξη τα κάτω δόντια της είναι αγαπημένα το ένα πάνω στο άλλο, έτσι η γλώσσα τα γλύφει καλύτερα, έτσι οι λέξεις της αποκτούν νόημα κι έτσι μπορώ κι εγώ να χαρώ την σύντομη σκηνή μας – τα πάνω δόντια επικαλύπτουν – .

παρατηρώντας πράσινα

Φοράει μια νυχτικιά με νυχτολούλουδα, χυτή. Είναι κρεμασμένη από τα πράσινα κάγκελα του πρώτου ορόφου. Η πολυκατοικία περνάει αρρώστιες. Σκουριές και μούχλες και ούτε ένα ελεβέιτορ για την ευκολία. Έχει τρίχες στο πηγούνι και χαμογελά. Μιλάει μια γλώσσα που δεν ξέρω και μόνο ένα “ Άσ’τα κάτω απ’ την πόρτα” καταλαβαίνω. Η γλώσσα της μ’ αρέσει περισσότερο απ’ τη δικιά μου. Έχει πατήματα, οι λέξεις της έχουν σκοτούρες. Να κάτι που ταιριάζει στα ανθρώπινα. Κρεμιέται απ’ τα κάγκελα να με εμποδίσει “ Ασ’ τα κάτω απ’ την πόρτα”. Χαμογελάει πολύ. Οι τρίχες της νυχτερινές. Είναι σα μικρό παιδί. Με εμπιστεύεται όσο με βλέπει. Από κει κι έπειτα θυμάται ζεστό γάλα κι ένα ραδιόφωνο να παίζει Δαλιδά, σταχτοδοχεία των πενήντα τσιγάρων, γάμους , κηδείες και το ταξίδι για την πράσινη πολυκατοικία στον Αγ. Παύλο. Την ακούω να μαλώνει με το γιο. Στέκεται δίπλα απ’ τα πλαστικά λουλούδια και φοράει ένα λερωμένο απ’ τον ασβέστη φούτερ. Τα υλικά φτιάχνουν ατμόσφαιρα, φτιάχνουν και προϊόντα. Ετοιμάζεται να φύγει κι εκείνη του φωνάζει ίσως για το φαγητό, ίσως για τα ρούχα, ίσως για χρήματα. Ίσως να του λέει “ τι στο διάολο θα κάνω μέσα σ’ αυτή τη μούχλα; Εγώ θέλω να παίξω. Μη δουλεύεις.” Και ο γιος τρώει το τοστ που έφτιαξε το παιδί- μαμά τινάζοντας τα ψίχουλα δίπλα στις πλαστικές μαργαρίτες για να κάνει ένα γκαπ κλαπ την πόρτα πίσω του δηλώνοντας το εργασιακό καθήκον. Το ταξίδι για την πράσινη πολυκατοικία κράτησε οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες. Ήταν φθινόπωρο και κανείς δεν είχε δουλειά. Το γάλα είχε λήξει και τρέφονταν με νυχτολούλουδα και ασβέστη. Αυτή η πρώτη γεύση έφτιαξε την ενηλικίωση με γρήγορα τεχνάσματα. “ Σ’ αγαπώ- Θα φύγω”.

δ2

μακρινά σε ακούω να γυρίζεις την αλυσίδα του ποδηλάτου και να χαράζεις τα δόντια να περνάς μακριά από τη γέφυρα και είσαι η μέρα τα τρακτέρ προσκυνάν τα μυρμήγκια πως θα αλλάξει ο κόσμος χωρίς την ικανότητα της οδήγησης μιλώ εγώ που δεν ξέρω να περπατάω μιλώ εγώ που γυρίζω τις πάνινες κούκλες μου να δω τι φοράν από κάτω δαντελωτά κιλοτάκια

δεν αναγνώρισα η αθωότητα πρέπει να διατηρηθεί μέχρι τα δώδεκα όχι περισσότερο μέχρι την έκτη δημοτικού εκεί που λούζουμε η μία την άλλη νερά στο προαύλιο της εκκλησίας και τα ρούχα κολλάνε πάνω μας, κολλάνε πάνω σου τα στερεότυπα και γίνεσαι ένας σαχλός πολτός

ο φρουτοχυμός της αδυναμίας μας να συνεχίσουμε το νερό , η βία σε χέρια η Λίκα χτυπάει τα αγόρια η Λίκα είναι η αγαπημένη μας βρίσκεται στο σώμα της και η συγκίνηση

ρίχνει κάτω τις πληγές και τις κορδέλες

ροζ κολάν φορούσες η εξερεύνηση ξεκινά από το τετράγωνο η γειτονιά να κρυφτείς από τις ομιλίες τις απαραίτητες προτάσεις χωρίς να καταλαβαίνεις την υποτίμηση στο φύλο σου τα φασιστικά σύμβολα τις νεκρικές ακολουθίες να ξενυχτίσουμε τον νεκρό, ναι , σ’ ένα ισόγειο στην Παλαμά , να του πάμε καινούριο καπέλο και με προσοχή να τον καθαρίσουμε από ούρα και φλούδες φαγητών κολλημένες στο δικό του φύλο δούλεψε πολύ πέθανε πολύ , πέθανε αργά ξεκινώντας απ’ το πρώτο παιδί, την πρώτη απόλυση, την πρώτη μέρα που έγινε πολίτης

κι εσύ να τεμαχίζεις ζελεδάκια από ανία και περιέργεια για τον εσωτερικό τους κόσμο τους κρυστάλλους ζάχαρης που παγιδεύονται στο στάδιο της ψύξης σέρνω το κρύο σε βήματα 1 η παιδική ηλικία 2 η παύση 3 το πένθος 4 η ηλικία σκέτη και ξινή στο ντανς φλορ με αγόρια σκληρά γεμάτα εντυπώσεις και ώρες αθλητισμού να λυπούνται στο νόημα της εξουσίας

κι εσύ ακόμα τέλεια στις μπουνιές κι εγώ να μεταδίδω σώματα που συμβαίνουν

ταυτότητα

Είναι πιο βαριά από όσο φαντάζεστε. Η μάζα της, το στήθος της, ο τρόπος που πλένει πιάτα είναι τεράστιος. Η ίδια είναι τεράστια, μια σφαίρα ασφυκτικής σάρκας, πορώδους και υγρής. Αν τη ρωτούσαν ποιο ήταν το αγαπημένο της τραγούδι θα έλεγε το “ Say yes” του Elliott Smith. Τώρα ποια θα σου πει “ Δεν ξέρω. Τα τραγούδια είναι τόσα λίγα.” Ανεβοκατεβαίνει για να σε εκνευρίσει. Έχει ένα σβέρκο παγωτό φράουλα και ξινισμένο σπίτι. Είναι διαφανής, γι’ αυτό δε τη συναντάς. Μπαίνεις μέσα της. Κι αν μπεις ,δεν έχει πίσω πόρτα. Προσπαθείς , προετοιμάζεις επιλογές και επόμενες κινήσεις. Σκέφτεσαι πως θα ήταν πιο παραγωγικό να επιλέγεις συνέχεια , να την πιάσεις εξ’ απροόπτου, να τις φυτέψεις ταμπέλες και μπράβο και να μπορέσεις με την αξία σου να βγεις. Γιατί εξάλλου η ζωή είναι δική σου και είσαι σίγουρη πως ξέρεις να ζεις μακριά της. Είσαι προγραμματισμένη να πιστεύεις πως υπάρχει τέλος και ύστερα τα φρούτα γεννιούνται πάνω σου και η επιθυμία αποκλείει τον παράγοντα “ Θάνατος Τρίτο Αυλάκι Δεξιά”. Εκείνη υπάρχει στην εντέλεια με ρούχα μετάξι και παπούτσια χειροποίητα νούμερο 856. Δε σε έχει ανάγκη. Σε ανέχεται , διασκεδάζει με την κούραση , τη συλλέγει σε δάκτυλα για να συγκεντρώνεται, να συνειδητοποιεί την ύλη της πιο πολύ και πιο πολύ. Με λίγα λόγια σε εμπεριέχει για να σε χρησιμοποιεί. Τη ρώτησες ποιο είναι το αγαπημένο της τραγούδι. Σε εκδικείται. Αναγνωρίζεστε. Η ανυπόφορη συμβίωση δείχνει έναν πόλο. Σκάλες ισορροπίας για τριποδικά καρεκλάκια. Είναι πιο νόστιμη από όσο πίστευες. Σου κάνει δώρο διακοπές στο πέμπτο ανατολικό της ημισφαίριο. Εκεί μαζεύεστε οι δημόσιοι υπάλληλοί της , μόνιμοι πια. Διαβάζεις για τον Χανς. Το σανατόριο προσφέρει υψηλές θερμοκρασίες .Κι αυτή θερμαίνεται όσο καυλώνει. Την καταλαβαίνεις με τον καιρό. Σού θυμίζει πρόσωπα που συνάντησες στην ουρά αναμονής για μελλοντική χρήση της ανθρωπότητας. Δεν έγιναν όλα δεκτά στο πρόγραμμα. Πακετάρεις τα πράγματά σου σε σακβουαγιάζ. Θα φύγεις λες, έφτασε η ώρα. Κι όταν κατεβάζεις τα στόρια και πετάς τα σεντόνια και κλειδώνεις το δωμάτιο ,αυτή εμφανίζεται μικρή εμπρός σου με κουτάλι και πιάτο ψαρόσουπα στα χέρια. Κι εσύ πεινάς τόσο πολύ. Η πείνα σου είναι όλη η αλήθεια. Κάθεστε μαζί και τρώτε σούπα χωρίς κόκαλα και λόγια. Γίνεστε ένα.