χλωρίδες στο λαιμό σου

βιολίστρια χωρίς το βιολί μου
κλινοσκεπάζομαι
ημέρες, σταλινικές περσόνες
εξασκώ το σάκο
στο τόπο κτήμα ερεθισμάτων
χαλκεύοντας μία στραμπουλιγμένη
αισιοδοξία που δε μου πάει
κι ούτε στο στερνό
παιδί μου πάει
με τα μπαρμπούνια
και τις φαρίν λακτέ ελληνικής ομοιόστασης
 
πενθώ το βάρος
αυτού που κάποτε
υπήρξε η τέχνη μου
το ξύλο και η σανίδα σωτηρίας μου
 
κάνω πρώτο παγκόσμιο πόλεμο
στο λαιμό σου
σκορπίζοντας τα γιάντε βίνε
όπως με σκορπάω
όπως με βρίσκω
να σε τρώω
στις μεγάλες σου εξάψεις
ανθισμένο
και να ξεχνώ το δοξάρι
το καθυστερημένο δόρυ
 
ο λαιμός σου είναι ματωμένος

ο μύθος των παιδιών που ανταλλάσσουν γέλιο

Θα έβαζαν τα παιδιά μέσα στο χώμα. Όλη τη νύχτα τα σκεπάρνια δούλευαν. “Όχι εδώ, πιο κάτω” , “ πιο δεξιά”, “ δώσε μου φως”, τέτοιες κουβέντες έλεγαν κι έσκαβαν πιο γρήγορα απ’ τη σκέψη τους. Το ξημέρωμα έβγαλαν τα πουκάμισα και δένοντάς τα τύλιξαν γύρω γύρω τα παιδιά, να μη χαθούνε είπαν, να πιάνονται απ’ τους κόμπους και να αισθάνονται πως είναι μαζί, αν είναι μαζί όλα θα γίνουν, θα λειτουργήσει, θα βρούνε τρόπο . Ένα ένα με προσοχή με βελούδινες μάσκες βερυκοκί στο λαιμό κρεμασμένες και χτενισμένα μαλλιά τοποθετούσαν τα παιδιά στο λάκκο. Εκείνα ούτε μουρμούριζαν , ούτε έφερναν αντίρρηση, μονάχα ρωτούσαν πότε θα φάνε κι αν έχει παγωτό μετά το παιχνίδι. “ Σοκολατοφράουλα μπισκότο , θέλω και πουράκι” έλεγε το ένα και το άλλο μασούσε τις μύξες του παρμένο ακόμα απ’ τον ύπνο. Χώρεσαν με τριμμένους ώμους και μια υγρασία σεντόνι τριγύρω. Οι μεγάλοι στέκονταν από πάνω, κοιτούσαν μέσα κι έκλαιγαν. Δάκρυα γέμισαν και φούσκωσε το χώμα , έβραζε λάσπη και ούρα. Τα πουκάμισα μαλάκωναν στο οξύ κι ύστερα σκλήραιναν κι έμοιαζαν με σώμα σε ακαμψία ή ηθελημένη παραίτηση. Τα παιδιά άνοιγαν τα στόματα και ούρλιαζαν “ Βικτόρ, παγωτό, Βικτόρ” ή “ Είσαι κακός Βικτόρ , ποτέ σου δε με τάισες.”. Ύστερα, κάποια έφαγαν το χρώμα απ’ τη μάσκα τους και σώπασαν. Άλλα κυλίστηκαν στο λάκκο και αποφάσισαν πως είναι το νέο τους σπίτι κι ας είχαν αφήσει το πρόβατο Κλο στο παλιό. Ερχόταν το φως και πάλι έφευγε απ’ τη σκιά που έκαναν τα πρόσωπα κοιτώντας. Ήταν άλλα πρόσωπα, πρόσωπα μάσκες που είχαν φτάσει τώρα. Οι μεγάλοι δε φαίνονταν πουθενά, είχαν πουληθεί πια στο δάσος. Τα νέα πρόσωπα έφερναν μαζί τους κάτι που τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει. Όταν ένα από αυτά έσκυψε στο λάκκο, άκουσε ένα μακρόχρονο ω να αντηχεί, ήταν το αίσθημα του θαυμασμού που μόλις είχε προκαλέσει. Έπειτα τα χείλη τους μαράθηκαν κι άνθη κατρακύλησαν απ’ το βουνό, άνθη που έλιωναν και κολλούσαν το κεφάλι στο χώμα μέχρι αυτό να σταματήσει την προσπάθεια πτήσης . Τρία παρέμεναν ζωντανά ,δίχως να κοιτάνε τις μάσκες πρόσωπα ,έκαναν τα πηδήματα του βατράχου και τα κακαρίσματα της κότας. Με αυτά τους τα φερσίματα ικανοποίησαν τα νέα πρόσωπα που γέλασαν και γελώντας απόφαση πήραν να κρατήσουν τα παιδιά αυτά ως διασκεδαστές και δείγματα του μακρινού ταξιδιού. Τα παιδιά μεγάλωσαν σε σύστημα ανταλλακτικής οικονομίας κι έτσι, καθώς τίποτα δεν είχαν και τίποτα δε μπορούσαν να παράγουν έλεγαν την ιστορία του Βικτόρ που ήταν για αυτούς ο μέγας παγωτατζής και αδελφός θανάτου. Μαζί με τις μιμήσεις των ζώων και τις αναμνήσεις του λάκκου αντάλλασσαν αυτά που το σώμα ανέπλαθε σε εικόνα. Οι κάτοικοι τούς αναγνώριζαν με το όνομα “ αυτοί που ανταλλάσσουν γέλιο.”

μεσημβρινό

όταν σηκώνεις

και γλύφονται

οι φτέρνες

στα στενά Λίβερπουλ με Λεύκτρα

οι ιδιωτικές συμφωνίες

περιχάραξης τίθενται

υπό κατ’ οίκον περιορισμό

το αδερφάκι προβατάκι

και η χαρά

προχωρά το νεύρο Έλιοτ

διαστρωμάτωση αγαθών

ανάλογα με την εμπειρία εργασίας

τρία κιλά αλβανικές τομάτες

πάρ’ τες και το λήξαμε

είναι αρκετά

για την ολοκλήρωση

το προφίλ σου σκύβει

στο κορίτσι λυγίζει σίδερα

που γίνομαι όταν

εξελίσσεται η αφήγηση

θέλω μέσα της να μπω

και ήδη συμβαίνω

θέλω πλάι να έχω το κουτί

“κοίταξε τι ωραία που τα κάνω”

θαύμασε την ιδιότητα

να σπάω σίδερο φτέρνες

όγκους επί πτωμάτων

κι ύστερα να εξαντλούμαι

στο φωτοτυπικό μηχάνημα

έχοντας ήδη καταλάβει

πως επαναλαμβάνομαι

ταυτόχρονα με την παρουσία

της φαντασίας δάφνης

ή της επιφάνειας νίκης

που γυμνώνεται στις άκρες

από περιπέτεια

που ανοιγοκλείνει στόμα

από περιέργεια

ώστε σε κάποιον ήλιο

με όνομα σκύλου

να έχω δικαίωμα προβολής

στον χάρτη σώμα

την ηλεκτρονική θυρίδα

που φυσική πνοή

αναγνωρίζει μόνο

το ανθρακικό σου αποτύπωμα