Σελικρέσια

“Και να μου φτιάξεις έναν ακόμα καφέ”, καθώς προχωρά προς την τσουλήθρα αφήνει σκεπάσματα για τους αρρώστους. Έχει επιδημία η γειτονιά και κλάματα. Βγαίνουν στις μεγάλες φτώχειες σα ζώα στο παζάρι. ” Καλά είμαστε, δεν μας πειράζουν. Θα μας πάρουν όμως τις αποθήκες και τα χιόνια θα χρειαστούμε αδιάβροχες σκηνές απ’ αυτές που κάνουν παφ κι ανοίγουν μόνες.” Ο καφές
της νόστιμης κουζίνας , τεμπέλης χυλός, με τις φαρίνες, τον απορροφητήρα και μία παλιά μαμά καθισμένη μες στο φούρνο. Δεν τη ρώτησε αν είχε καμιά βραδιά λιποθυμίας από οργασμό ή φαντασίωση σώμα και πρόσωπο συντονισμένα. Σκούρο δέρμα, περπάτημα ελαφρύ, της φτιάχνει πρωϊνό ολ μπραν και σταφύλια. “Της αξίζει” λέει και σε μένα θα άρεσε αν είχε μακριά μαλλιά κι ερχόταν τα σαββατοκύριακα. Ένας πόλεμος σε κάθε γειτονιά , οχυρά παιδικές χαρές, ανοιχτά τα δικηγορικά γραφεία 3 με 5 , αναλαμβάνουν μόνο τα κληρονομικά. Εσένα θέλει να χωρίσει απ’ την πένσα. Στη φύτρωσαν για τα καλά και τώρα πιπιλάει σα ψάρι την ανάσα. Πίνει κι άλλο καφέ , βγαίνει απ’ το σπίτι, δηλώνει σάλιο ως γλώσσα γραφής και κρεμάει στην πλάτη επιγραφή που γράφει ” Σελικρέσια”. Φωνάζουν απ’ τα μεγάφωνα να ακονίσει τα αιχμηρά. Ήδη έχουν καταλάβει τις δυτικές τσουλήθρες και καίνε αποθήκες.

κάθομαι ως διάθεση ορθής γωνίας

μία τρομερή διάθεση
να κάνω τα πάντα ή τίποτα
να μείνω ακίνητη περιμένοντας
έναν Μαλόν να με σώσει
να βάλω φωτιά στο δάσος
και να κρύβομαι μέχρι να με βρουν
ή να με ξεχάσουν
και να γράφω λυρικά ποιήματα
για τη θάλασσα
που να τα αγαπώ
καίγοντάς τα στο πλαστικό καλάθι
ενώ είναι φανερό πως γράφω
για το σεξ
καθώς η θάλασσα
παραμένει κάτι αφηρημένο
και δεν καταλαβαίνω
τα αισθήματα που εξάπτει
διάθεση να σκουπίζω τη μύτη μου
με πανάκια
και να γίνω διάσημη ξαναχρησιμοποιώντας
χαρτιά
ή να είμαι ήδη διάσημη
γιατί είμαι ψηλή κι όμορφη
και τυχαίνει να έχω σπίτι
και να μιλάω μέτρια αγγλικά
καταπίνοντας το φαγητό
είμαι πολύ χοντρή
πολύ αδύνατη
και τα δύο μαζί
συγκεντρώνουν ένα φυσιολογικό
για την ηλικία
και τις υλικές συνθήκες βάρος
κανονικός παραμένει ο αριθμός των βιβλίων
διάθεση να δω ταινίες
χωρίς να πατάω το pause
και να βρίσκω πλάνα
στη Λαγκαβέντουρ
στην Ίντα
και στην Τερτίππη
καπνίζοντας που δεν μ’ αρέσει
πίνοντας που δεν μ’αρέσει
ανταποκρινόμενη σε προσδοκίες
και τώρα είναι που κινδυνεύω να γίνω βαρετή
όπως οι περισσότεροι
που γράφουνκαιδιαβάζουνκαισπουδάζουνκαιφτιάχνουν
απομακρυνόμενοι απ’ τη σχέση
μικρό χαμόγελο
διάθεση να τρέξω
να αργήσω στα ραντεβού
και να πάψω να ζητάω λεφτά
και να πάψω να σκέφτομαι λεφτά
και να μην έχω χρόνο
να βγαίνω από μένα
διάθεση να σπαταλάω
κρατώντας σφιχτά
αυτές που έχω ανάγκη
και να συνεχίζω απ΄την έναρξη
τον κύκλο συζητήσεων
σκέψεων και αχ
μήπως υπάρχει
διάθεση να αλλάξει
αυτό που μένει
ακίνητο και ψεύτικο
φιλικά προσκείμενο στο θάνατο
ώστε να αλλάξει
διάθεση το υπάρχον
και μεταβληθεί βιαίως

σύρε/τράβα/ σπρώξε/πήδα

“κούνα κάτω από το τραπέζι το παιχνίδι της γάτας.” είπε η Όλγα και έβαλε τη ροβέντα στην πρίζα. Έκανε ένα συμφωνικό θόρυβο, τα πίσω όργανα αυτά που κανείς δεν παίζει. Είχε να ψάξει ένα λάστιχο κήπου και να πλύνει τις βεράντες με ακουαφόρτε. ” Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ, έχεις ωραία δόντια εξάλλου”. Είπε στην Ριρί που ξεφύλλιζε ανατομίες εντόμων κι απ’ το ζόρι έκλαιγε το ένα της μάτι. Η Όλγα επιθυμούσε να δούλευε ακόμα σ’ εκείνα τα κέντρα γύρω απ’ το αεροδρόμιο. Εκεί, οι γυναίκες χορεύουν με νυφιάτικα τούλια και μπλαζέ ματ σκιές. Κανείς δεν τις αγγίζει, μόνο τις παρατηρούν. ” Με θαύμαζαν” έλεγε η Όλγα. Άνοιξε τα πόδια τραβώντας τη φούστα και κατούρησε το χορτάρι που απορροφούσε ό,τι είχε να αποβάλει, ό,τι μπορούσε να του δώσει σε προϊόν, ό,τι βγήκε για μοίρασμα από εσωτερικά όργανα. Οι πρώτες αγάπες, οι πρώτες ανάγκες. Τότε στα 1884 η Ριρί έμαθε τις οικογένειες των πολυφαγίδων και των κρυπτοκερκιδών. Στα 1885 η Όλγα χάρισε αυτά που είχε απ΄το μπαμπά σε κάτι ερωμένους, σε κάτι φίλες. Και πήδηξε σε μία καρότσα συρόμενη στα σπασμένα φλιτζάνια και στις μάχες της επόμενης ιστορικής κατασκευής.