Σελικρέσια

“Και να μου φτιάξεις έναν ακόμα καφέ”, καθώς προχωρά προς την τσουλήθρα αφήνει σκεπάσματα για τους αρρώστους. Έχει επιδημία η γειτονιά και κλάματα. Βγαίνουν στις μεγάλες φτώχειες σα ζώα στο παζάρι. ” Καλά είμαστε, δεν μας πειράζουν. Θα μας πάρουν όμως τις αποθήκες και τα χιόνια θα χρειαστούμε αδιάβροχες σκηνές απ’ αυτές που κάνουν παφ κι ανοίγουν μόνες.” Ο καφές
της νόστιμης κουζίνας , τεμπέλης χυλός, με τις φαρίνες, τον απορροφητήρα και μία παλιά μαμά καθισμένη μες στο φούρνο. Δεν τη ρώτησε αν είχε καμιά βραδιά λιποθυμίας από οργασμό ή φαντασίωση σώμα και πρόσωπο συντονισμένα. Σκούρο δέρμα, περπάτημα ελαφρύ, της φτιάχνει πρωϊνό ολ μπραν και σταφύλια. “Της αξίζει” λέει και σε μένα θα άρεσε αν είχε μακριά μαλλιά κι ερχόταν τα σαββατοκύριακα. Ένας πόλεμος σε κάθε γειτονιά , οχυρά παιδικές χαρές, ανοιχτά τα δικηγορικά γραφεία 3 με 5 , αναλαμβάνουν μόνο τα κληρονομικά. Εσένα θέλει να χωρίσει απ’ την πένσα. Στη φύτρωσαν για τα καλά και τώρα πιπιλάει σα ψάρι την ανάσα. Πίνει κι άλλο καφέ , βγαίνει απ’ το σπίτι, δηλώνει σάλιο ως γλώσσα γραφής και κρεμάει στην πλάτη επιγραφή που γράφει ” Σελικρέσια”. Φωνάζουν απ’ τα μεγάφωνα να ακονίσει τα αιχμηρά. Ήδη έχουν καταλάβει τις δυτικές τσουλήθρες και καίνε αποθήκες.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *