τι συμβαίνει με αυτόν τον άνθρωπο που εμφανίστηκε καινούριος και διαφορετικός σε ένα μικρό λοφάκι

δεν ήταν ο σκοπός του, δεν είχε σκοπό. Πώς θα μπορούσε εξάλλου; Αυτός ,ένας που επέστρεφε μετά από τόσα χρόνια. Αυτός που η μάνα του ήταν από το χωριό που το έλεγαν Λαζαρίνα, Φανάρι, Κανάλια ή Μουζάκι. Αυτός που γύρισε πια και είπε να πεθάνει τρώγοντας γλυκά και πίτες, ρίχνοντας τρεις κουταλιές ζάχαρη και γάλα στον καφέ του, καθαρίζοντας κατσαρόλες και τηγάνια. Αυτός που άλλοι έλεγαν πως γράφει ένα βιβλίο για τα μεταφυσικά στοιχεία στη λαϊκή παράδοση και κάποιοι άλλοι έλεγαν πως “ όχι, όχι λάθς ακάμετε. Αυτός δω γράφ’ κάτι για τα βαμπάκια και τ κορίτς π’αγαπούσε σαν ήταν νιος.” Αυτός που μετακόμισε σε ένα χωριό που είχε να επισκεφτεί από το καλοκαίρι των πανελληνίων όταν ήταν ακόμα αδύνατος και μικρός και φοβισμένος και καθόλου έτοιμος για ό,τι θα του συνέβαινε μετέπειτα. Ένα μετέπειτα που όχι μόνο δεν έπεφτε ακριβώς σε αυτό που επιθυμούσε , αλλά ούτε και παραδίπλα, θα λέγαμε πως είχε πέσει τόσο μακριά που έπρεπε να ταξιδέψεις για να το δεις και να πεις “ Αα εκεί είναι.”Και ύστερα να το ξεχάσεις, να αποκτήσεις κακή όραση, να κοιτάς για ώρα προβολείς γηπέδων για να πεις “δεν το κατάλαβα ή αποκλείεται να είναι αυτό. Ας ψάξω καλύτερα. Ποτέ δεν θα ερχόμουν σε ένα τόσο υγρό μέρος.” Αυτός που για χάρη του θα έφτιαχναν το στασίδι του ψάλτη μήπως τυχόν και ήθελε να ψάλει, αρχικά στις γιορτές κι έπειτα το συζητούσαν και για τις Κυριακές, γιατί οι άνθρωποι πίστευαν πως ένας μορφωμένος άνδρας σαν κι αυτόν σίγουρα θα ήξερε να χρησιμοποιεί την φωνή και τη γλώσσα του κατάλληλα. Αυτός που λέγανε πως ήταν πολύ επιτυχημένος ή καθόλου και μέσα στην σοφία ή την απελπισία του επέστρεψε από τα εξωτερικά για να τιμήσει τη μάνα του ή να κλειστεί στον εαυτό του. Κι αυτός τώρα βρίσκεται στο τοπικό παντοπωλείο με ένα μπουκάλι σαμπουάν, να το μυρίζει παίρνοντας βαθιές ανάσες και να ρίχνει το πηχτό υγρό στο πάτωμα , καθώς ο υπάλληλος χτυπώντας του την πλάτη φιλικά ,του υπενθυμίζει πως πρέπει να περάσει από το ταμείο να πληρώσει.

τι έμαθα για την Σουσάνα Σαν Χουάν ακούγοντας αυτά που η Θεοδώρα έβγαλε για ήχους απ’ το στόμα

να γράψω για την Σουσάνα Σαν Χουάν που έζησε μία εβδομάδα στην Fuerteventura. Κυνηγημένη απ’ τον γιο της και χρησιμοποιημένη απ’ τον πατέρα της, φορώντας λευκό τούλι, έχοντας τα μαλλιά σε κοτσίδες, κουβαλώντας ένα πόδι φοβισμένο απ’ το περπάτημα. Την σκόνη έπαιρνε και τη φυσούσε στη μύτη των ονηλατών. Να γράψω για τη Σουσάνα που αγαπούσε την αλυσίδα με το ρόδο στο λαιμό της και έθαβε τα τρόφιμα στην άμμο. “ Να τα βρουν οι σκορπιοί και τα σκουλήκια. Να φάνε , να φάνε , να μην με ενοχλούν. Γιατί έχω τους νεκρούς στην κοιλιά μου. Δεν πρέπει να ξυπνήσουν , πρέπει να είναι χαρούμενοι και χαρούμενοι είναι μόνο κοιμισμένοι. Δεν θέλω φαγητό. Ένα άλογο θέλω να τους χαρίσω για παιχνίδι. Να κόψω την χαίτη, να πιω τα ούρα του και να του μάθω πως πρέπει να πηδάει το φράχτη για να μπαίνει στο όνειρο.” είπε η Σουσάνα και η Fuerteventura της έστειλε ένα άλογο. Το άλογο που είχε σκοτώσει τον Μιγέλ και έτρεχε φάντασμα με σπασμένα πόδια. Το πήρε και το τάισε με μπιμπερό και στις μεγάλες ζέστες το πάντρεψε με την Χουανίτα. Φοβόταν μη ξυπνήσουν οι νεκροί και δεν προλάβει να τους πάει το παιχνίδι. Όμως η Χουανίτα ερωτεύτηκε το άλογο και με βότανο δηλητηρίασε την Σουσάνα. Να γράψω για την Σουσάνα Σαν Χουάν που ταξίδεψε πριν τον ύπνο της και γνώρισε την Άννα που εγώ καλώ Θεοδώρα ένα πρωινό με αέρα και βροχή που η σκόνη σηκωνόταν και έφτιαχνε σπίτια όπως εκείνα τα πρώτα των ανθρώπων, εφήμερα και λασπωμένα. Και η Θεοδώρα της ξεγέννησε τους νεκρούς και της έδωσε να φάει σπόρους και αμύγδαλα. Η Σουσάνα ξέρασε το δηλητήριο , το έκανε πηλό και
έφτιαξε μία μάσκα που είχε μέσα τα όνειρα της Θεοδώρας. Όνειρα που θα έβλεπε σε πολλά χρόνια και είχαν τόση γνώση που θα μπορούσαν να της δώσουν εξουσία, αγάπη και υστεροφημία. Η Θεοδώρα είπε ύστερα, πως από αυτή τη μάσκα θυμόταν μόνο τις εικόνες των αλόγων. Άλογα λευκά, διάφανα, τρίποδα, νεκρά. Άλογα που πετούσαν στον ουρανό ή έσκαβαν τη γη. Άλογα που κρέμονταν από βυζιά και άλογα -πορτραίτα κρεμασμένα σε σαλόνια. Άλογα που κοιτούσαν τον ορίζοντα και άλογα με νούμερα κλεισμένα στα κοντέινερ του τσίρκου. Να γράψω για τη Σουσάνα που δεν μπορούσε να πεθάνει. Όταν κάποιος Χουάν κατέγραψε το θάνατό της, παρέλειψε να περιγράψει την κηδεία. Στον τάφο έβαλαν ένα σκιάχτρο ντυμένο τα ρούχα της. Ο Πέδρο έκαψε τα άλογα ,μήπως μπορέσει να πιάσει τον ύπνο πριν τον θάνατο. Το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, ολόκληρο ή σε κομμάτια.

τι συμβαίνει όταν σκέφτεσαι ποτάμι και η εικόνα της πραγματικότητας, παραμορφώνει ό,τι καλό σου έφερνε η μνήμη

θα είναι το μέρος που γεννήθηκα ή αυτό που με έφεραν στα 3 ή αυτό που ήθελαν να αφήσουμε πίσω. Ένα ποτάμι, μία γαλάζια όψη, νερό με ψάρια και δέντρα δίπλα σε κολόνες της ΔΕΗ.Ένα ποτάμι που έχει και τις δύο όχθες του με χώμα , που δίνει λάσπη κάθε μου λιώνει, το Μάρτη, κάθε που λιώνει η υπομονή. Το φαντάζομαι ως πρόσωπο που πάει επίσκεψη και ξέχασε να φέρει δώρο ένα μπουκάλι κρασί. “Αγένεια, αυθάδεια, ανευθυνότητα” θα πουν όσοι έχουν ήδη φθάσει και ανάβουν το καλοριφέρ στους 22 για να φοράνε κοντομάνικα και να μην βγαίνουν απ’ το σπίτι. Το ποτάμι που είναι και η εικόνα. Η δική του εικόνα και η αναπαραγωγή των εικόνων. Σε εκείνον τον πίνακα του Giorgione υπάρχει στο φόντο ένα ποτάμι. Η γυμνή γυναίκα πέρασε το ποτάμι και το βρέφος πέρασε το ποτάμι και πήγαν προς την πόλη κι εκείνος ο φρουρός τους έδωσε μήλα και αχλάδια για το δρόμο κι ένα παλτό και τους είπε “καλό δρόμο , να προσέχετε”. Και πήγαν όλα καλά, τόσο καλά που θα ήθελα αυτό να ξέρω για ποτάμι, κανένα άλλο, κανένα άλλο. Μα μου απαγορεύεται πια να αντικαθιστώ την πραγματικότητα και βλέπω πως το μέρος που γεννήθηκα ή αυτό που ήθελα να αφήσω πίσω είχε ένα ποτάμι στην κοιλιά του που χώριζε το έδαφος στα δύο, ανάλογα αν είχες όπλα και εκτελούσες ασκήσεις σε ευθεία βολή ή αν είχες κουρασμένα πόδια και σώμα που βρισκόταν ακριβώς στην ευθεία της βολής. Στον πίνακα δεν ξέρουμε αν το βρέφος είναι ο ζωγράφος και αν η γυναίκα είναι θεά ή Μαντόνα και τι συμβολίζει αυτό το λευκό μαντήλι στους ώμους ούτε τι συμβαίνει σ’ αυτή τη βλεμματική επαφή του φρουρού.Ένα καλοκαίρι θυμάμαι πως έκανα κάποιες ιδιαίτερες σκέψεις για τον πίνακα ,γιατί ήμουν ιδρωμένη και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, μα πλέον δε θυμάμαι τίποτα πέρα από τον χρόνο και την αγωνία του ύπνου. Το ποτάμι αναπαράγεται μπροστά μου με ραγδαία ταχύτητα. Δεν είναι πια φύση, του ξέραναν οι σκοπευτές την υγρασία. Το αγόρασαν για σκηνικό σε θέαμα θανάτου. Το ποτάμι το αγόρασε το κράτος, μα δεν ανήκει σε αυτό. Το ποτάμι βοηθά όσους θέλουν να διασχίσουν τα νερά, να δουν τα ψάρια του , να βρουν τις καρυδιές και να περάσουν στην καινούρια τους ζωή.Αυτή που θα’χουν πια το μέρος που γεννήθηκαν ή άφησαν πίσω ή αυτό που έκαναν πρώτη φορά ποδήλατο. Και το ποτάμι θα’ ναι ένα μέσο, ένα σημείο μετακίνησης για να συνεχίσουν στον χρόνο να πηγαίνουν.

όπως είμαι

// Θα έγραφα για εκείνα που οι άλλοι με αγαπούσαν. Θα σημείωνα τα θαυμαστικά στις εντυπώσεις. Θα περίμενα να επιστραφώ ως δώρο. //Το πράσινο φόρεμα είχε σκιστεί στη μέση, το φερμουάρ είχε στραβώσει, το πέδιλο ήταν εκτός μόδας, μα εκείνη κατέβαινε με τα πόδια στην κεντρική πλατεία. Εμείς την περιμέναμε ,γιατί είχαμε ρίξει πάνω της λεφτά και κουπόνια γαλαξία. Η μπλε σκιά είχε λιώσει στην κόγχη και θύμιζε το λάθος πρόσωπο που βάζει μία γυναίκα όταν θέλει πολύ να είναι γυναίκα. Κάποτε είχε κερδίσει διακοπές με ημιδιατροφή στη Σαντορίνη και δούλεψε μία σεζόν στα τουριστικά είδη. Μετά έμεινε με τις θείες της στη Λάρισα που ήταν άρρωστες και λυπημένες. Αγόρασε ένα παπί και πήγαινε τα φάρμακα στις γριές στη Νίκαια. Της έδιναν από ένα ταψί τυρόπιτα και μία ευχή για όμορφο άντρα. Οι ευχές πήγαν στράφι γιατί εκείνη ήθελε έναν άσχημο λουλουδά. Όταν λέμε λουλουδά εννοούμε αυτόν που έριχνε λουλούδια στα σκυλάδικα. Αυτός έλεγε πως άμα τραγουδήσει θα το σκεφτεί για σχέση. Πήρε μία νύχτα το μικρόφωνο και είπε ό,τι ήξερε απ’ τα πανηγύρια. Το κοινό ενθουσιάστηκε. Το νέο όνομα στη νυχτερινή ζωή της Λάρισας ήρθε για να μείνει.Τις νύχτες τραγουδούσε, το πρωϊ πηδούσε τον άσχημο. Οι θείες πέθαναν περήφανες. Φορούσε κολλητά λαμέ, γαλάζια, πράσινα και κίτρινα να φαίνεται, να την βλέπουν καταλάθος. Γύρισε ένα πρωΐ να κοιμηθεί και ο λουλουδάς είχε γεμίσει μαργαρίτες το σπίτι. Τις είχε ξεριζώσει και με τα χώματα τις άπλωσε στο σπίτι. Τον έκανε κρύο μπάνιο και τον έστειλε στο χωριό να βρει τον εαυτό του. Εκείνος απλώς βρήκε πιο πολλούς κήπους για να μαδάει τα λουλούδια τους. Ερχόταν να του δώσει δώρα που αγόραζε απ’ τη μικρή μας πόλη. Γι’ αυτό εμείς την περιμέναμε στην πλατεία και βάζαμε στοιχήματα, τι θα αγοράσει, τι χρώμα φόρεμα φοράει, τι νούμερο παπούτσι, τι πανωφόρι, τι θα φάει και αν θα βρει κανέναν να φλερτάρει. Μαλώναμε ποιος θα την βγάλει φωτογραφία. Όταν έφτασε ζήτησε ένα παιδί να την χτενίσει. Είπε στη μάνα του πως θα το έπαιρνε δικό της. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Μας κέρασε γλυκά και άφησε λεφτά στον γλύπτη. “Να με φτιάξεις όπως είμαι άμα πεθάνω” του είπε και του έδωσε φωτογραφία. Το ημερολόγιο της έγραφε // θέλω να πάω εκεί που δεν με μυρίζουν τα σκυλιά. Αυτός θα γιάνει στη θάλασσα. Είμαι για να με τυπώσουν σε σημαία. Θα κατέβω στην Αθήνα//. Όταν την βρήκαν στη λίμνη είχε μαζί της μία βαλίτσα φωτογραφίες. Τις έλειπαν δύο δάχτυλα στο ένα χέρι. Μα κανείς δεν θυμάται ακριβώς τι έγινε το 1982.