-τέταρτη πολεοδομία-

το σώμα κλεισμένο

που είναι μωβ και στη γωνία

του τοπίου

που κάθεται σε είσοδο πάρκινγκ

και ζωγραφίζει τις περιοχές

τα χέρια μαύρα

κίτρινο το κεφάλι

κόκκινο το μάγουλο

που παριστάνει ότι δεν

είναι

και έχει λευκό τοίχο

για να κρεμάει

τις απολαβές του σπιτιού

που κουβαλάει μέσα σου

σε μορφή κρεβάτι και φίδι

-προς χάριν κλωνοποίησης

οι τομές στα πλευρά

έχουν το όνομα αδάμ Α. και αδάμ Β.-

είπε δεν θα παίξει ποτέ πια και αλήθεια δεν έπαιξε ποτέ

Παράγγειλε πορτοκαλάδα χωρίς παγάκια. Ο λαιμός της πονούσε. Περπάτησε στη βροχή πριν μέρες. Τώρα το θυμήθηκε. Όταν έφυγε από την Αλίκη, ένα βράδυ, εκείνο το βράδυ, την είχε προλάβει η καταιγίδα. Παράγγειλε στον σερβιτόρο με το μαύρο παντελόνι. Καθώς της έφερνε την πορτοκαλάδα παρατήρησε τα μαλλιά του που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους και πίσω στο λαιμό. Πίστευε πως ήταν όμορφος και αυτή η σκέψη την άφηνε χαμογελαστή. Εκείνη τη μέρα που κρύωσε είχε φύγει από τη φιλαρμονική. Έτσι ήταν. Έπρεπε να της φέρει την δεύτερη πορτοκαλάδα για να παρατηρήσει πως ήταν χωλός, το ένα πόδι λίγα εκατοστά πιο κοντό. Η χωλότητα του της φαινόταν αγνή, όμορφη, τέλεια. Ήταν μία ασυμμετρία που μόνο το σώμα μπορεί να δημιουργήσει. Κρύωσε τότε, όταν είπε πως δεν αγαπά αυτό που ήταν το πάθος και η δουλειά της. Οι λέξεις έκαναν πραγματική αυτή τη μη αγάπη. Ξύπνησε και είδε το βιολί σαν ένα όπλο δεμένο στο χέρι της, ένα ζώο εξαρτημένο απ’ τις κινήσεις και τις αναπνοές της. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και το πέταξε. Ο θόρυβος στο πεζοδρόμιο, το ξύλο που πονούσε, η μουσική που έφευγε μακριά, η συχνότητα του κενού. Πήγε στην Αλίκη για να της το πει,για να της εξομολογηθεί την αμαρτία της μη αγάπης. Μα η Αλίκη ήταν ένα μολυσμένο έντομο, μία οργανωμένη ακουστική συνέχεια, ένα κατασκεύασμα. Γέλασε μαζί της ,την κορόιδεψε , της είπε πως θα της περάσει. Δεν την πίστεψε. Δεν προσπάθησε. Δεν την ρώτησε αν έφαγε και τι σκέφτεται για το μέλλον. Θλιμμένη όσο ποτέ, εξαπατημένη απ’ τη δική της φίλη, πήρε το μαχαίρι και της ράγισε το λαιμό. Της έκανε μια μεγάλη τρύπα στο κέντρο, εκεί που υπήρχε, στις φωνητικές της χορδές. Ύστερα, άνοιξε την ντουλάπα και άλλαξε ρούχα. Φόρεσε το πετρόλ ταγέρ της από την χριστουγεννιάτικη συναυλία. Η βροχή την μούσκεψε στο κεφάλι και τα πόδια. Καθισμένη σε εκείνο το καφέ χαμογέλασε στον σερβιτόρο. Εκείνος κάλεσε την αστυνομία. Είχε δει την φωτογραφία της στο πρωτοσέλιδο μιας ιντερνετικής εφημερίδας. Πριν την συλλάβουν έσκυψε και πρόλαβε να δώσει ένα φιλί στο πιο κοντό του πόδι. Το δέρμα ήταν άτριχο και μύριζε λεμόνι.