ό,τι θα ήθελα για τα γενέθλιά μου

μια καινούρια χνουδωτή ρόμπα
η μαύρη κάηκε στη θερμάστρα
γέμισε το δωμάτιο καπνό και
φορεμένο ύφασμα
έγινε σκουπίδι,πρώτη ύλη
έναν χάρτη μόνο θάλασσα
και τη Λατινική Αμερική
στη Λάρισα
την ανάσταση της γαλάζιας
πεταλούδας μου, με τα ροδάκια
και τα κουδουνάκια στα φτερά
έναν μικρότερο αδερφό
να του χτενίζω τα μαλλιά
και να του φτιάχνω πουλιά
κίτρινα πουλιά
από ζαχαρόπαστα σε κέικ
μια φράση που να
παγώνει τον χρόνο
εκφράσεις χειλιών
που δεν ξεχνώ ποτέ
λίγα λεπτά με τη γιαγιά μου
– έστω χωμάτινα-
είκοσι τέσσερις ώρες φως
για έναν μήνα
-το λευκό που δεν καίει-
έντονο πηγούνι
και τους εφτά τόμους του
αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
δύο παιδιά σε σμίκρυνση κοκάλων
παύση πυρών και σιωπή
μια εκδρομή στο δάσος
αφοπλισμό όλων των κρατών
τις πέτρες της Βιρτζίνια Γουλφ
στον νεροχύτη μου
απαγόρευση του εμπορίου
για λόγους συνείδησης
το μπλε και το πράσινο του Bowie
για δύο μεσημέρια
μια μεσαιωνική ερωτική επιστολή
και κάποιον πεσμένο στα σκαλιά
να σχεδιάζει το προφίλ μου
τα ρούχα μου τόσο μικρά
να χωρούν σε μέλισσα
την απομάκρυνση κάθε επικίνδυνου μέσου
απ’ το μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων
τέσσερα ψυγεία solero
ένα μηχανικό σύστημα διάσπασης
του βλέμματος
αλατόνερο για τους πικραμένους
μια θέα του ουρανού απ’ έξω
πανσέδες σε εργατικές κατοικίες
αντικατάσταση των κέντρων διοίκησης
με ζωγραφικές αποτυπώσεις τους
μωρουδιακά φορμάμια
σε ενήλικα μεγέθη
καλλιέργειες βαμβακιού
σε δημόσια παρτέρια
μαθήματα γεωμετρίας
και ένα άλογο να περνά
τα ονόματα όσων αγαπώ
στο χαρτί και στο σώμα

Σπίτι στον Ειρηνικό

για την Μαργκερίτ Ντυράς

Είμαστε τέσσερις και εμείς οι τέσσερις είμαστε οικογένεια. Ζούμε σε ένα σπίτι χωρίς τοίχους και πατώματα, γύρω μας υπάρχει μόνο η θάλασσα και τα καλυμμένα μάτια των ιστοριών που τρύπωσαν στα βάθη της και διαλύθηκαν κολυμπώντας. Για ονόματα έχουμε το Ζαν, Ζουλί , Ζυλιέτ , Ζοέλ, όταν κοιτάς μέσα από τα άδεια μας μέρη, στο στέρνο, στα κόκαλα βλέπεις τα ονόματά μας γραμμένα σε ταμπελάκια.

Κάποτε θελήσαμε να φύγουμε από την θάλασσα και να βγούμε στις αντανακλάσεις του μεγάλου αστεριού. Κολυμπήσαμε και τα νερά γίνονταν κρύα, τόσο κρύα που τα σώματα μας τρίβονταν και ο δεσμός έλιωνε την καρδιά μας. Σε λίγο δεν θα ήμασταν πια οικογένεια. Σταματήσαμε, ανταλλάξαμε φιλιά και γυρίσαμε στο δικό μας βάθος, πιο ρηχά.

Ο Ζαν γίνεται πιο μεγάλος και όμορφος και αυτό μας τρομάζει, γιατί κάποια μέρα θα φύγει και θα αφήσει τη Ζουλί και τη Ζυλιέτ ολομόναχες. Περιμένω μέρα με την μέρα να δω το ταμπελάκι του περασμένο στην χρυσή του αλυσίδα και το στόμα του να ζητά ψωμί και ψάρι για το ταξίδι. Ο Ζαν είναι στην άκρη του σπιτιού μας, από τότε που άλλαξε το σώμα του, κρύβει με τα χέρια το δέρμα και τους μυς και έχει τα γόνατα κοντά στο στήθος. Το όνομά του σπάνια φαίνεται.

Η Ζουλί και η Ζυλιέτ είναι αγκαλιασμένες και φτιάχνουν με το μυαλό την γεύση που έχει το μελάνι στο χαρτί ή ο καπνός στο στόμα μιας σκορπίνας. Γελάνε πολύ και οι τρύπες του ανοίγουν. Το νερό τις διαπερνά και ακόμα δεν έχει καταλάβει πως τα γράμματα των ονομάτων τους έχουν μουτζουρωθεί.

Εγώ ασχολούμαι με τον χώρο που προστατεύει την οικογένεια και τις αφηγήσεις που την ορίζουν. Πότε έζησε και πέθανε η μητέρα, πως ήταν τα μαλλιά που άπλωνε στα μαξιλάρια, είναι αλήθεια πως έμοιαζε νέα ακόμη και γριά και συνομιλούσε με την Αγία Καικιλία; Στα παραπάνω απαντώ με ένα απλό «ναι» και γέρνω το σώμα μου στον Ζαν, τη Ζουλί και την Ζυλιέτ. Ακούω τις ιστορίες τους να έρχονται από τα κάτω δωμάτια της άμμου. «Υπάρχει ακόμα χρόνος» σκέφτομαι και σφίγγω τα πόδια τους μέχρι να σπάσουν. Με κοιτούν, καθώς πέφτουν στα γόνατα. Δεν κλαίνε. Ο πόνος στο νερό είναι φαντασία, μια διαλυμένη ιστορία από τον κόσμο των ανθρώπων.

στο σινεμά

Υπάρχει η αίσθηση ότι βρίσκεται στο κέντρο της οθόνης. Ακόμα και εκεί πίσω από τα ποπ κορν και τα αναψυκτικά, ανάμεσα στα χέρια και τις ποδιές, βλέπεις πως αυτό το πρόσωπο, αυτή η κίνηση, αυτό το μισό χαμόγελο και το αφτί κοχύλι θα ταίριαζαν ολοκληρωτικά στο λευκό πανί. Στην ταινία γίνονται λίγα πράγματα. Ένα κορίτσι τρέχει να φύγει και τρέχει να φτάσει, ένα αγόρι πασχίζει να γίνει αγόρι και οι δύο σκέφτονται τρόπους να βγάλουν λεφτά. Κρεβάτια νερού, φλιπεράκια, οικογένειες με πολλές αδερφές, γιαπωνέζικα εστιατόρια, ηθοποιοί παιδιά και μια αδρή επιφάνεια που χαϊδεύει το μάτι μας. Νιώθω πως η θέση της είναι στο κέντρο της οθόνης με το μπεζ πουλόβερ και τις μπούκλες της, να εμφανίζεται με ένα μικρόφωνο και να τραγουδά το Stumblin’ In. Είναι έξω και βάζει στη σειρά νεράκια, μικρά νεράκια του μισού λίτρου, την βλέπω όταν πάω τουαλέτα. Στην οθόνη εμφανίζεται ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι πολύ κοντά στην κάμερα. Φορά πράσινη σκιά και σκουλαρίκια. Το κοχύλι αφτί της θα έμπαινε μέσα στα σκουλαρίκια και θα τα διέλυε στην θάλασσα. Επιστρέφω στη θέση μου. Στο πανί εμφανίζεται μια πράσινη γραμμή που κόβει την μύτη της πρωταγωνίστριας υπενθυμίζοντας πως η εικόνα μπορεί να χαλάσει. Το φως αλλάζει την όραση. Λέω πως θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της οθόνης και να δίνει γρίφους στους χαρακτήρες και η δράση να συμβαίνει γύρω της και εκείνη να κάνει αυτά που έχει να κάνει χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να σκηνοθετείται και τα παιδιά να τρέχουν, να μαλώνουν, να φιλιούνται, όσο αυτή καθαρίζει από τον πάγκο τα ψίχουλα που έπεσαν από τον ουρανό.

It’s a work about a sixteen year old girl who doesn’t have sex and her friends are teasing her

για ένα κορίτσι που κάνει μια παράσταση στο ίνσταγκραμ που είναι ένας μονόλογος και την λένε Ζαν, που είναι η Ζαν Ντ’Αρκ το 2021, μόνη και νιώθει μόνη, γιατί είναι ένα κορίτσι χωρίς σεξουαλικές σχέσεις και οι φίλες την αφήνουν μόνη στο σπίτι να βλέπει νέτφλιξ με την βιολόγο μητέρα της που παρατηρεί μυρμήγκια και ένα ψυγείο γεμάτο γλυκά και τοστ που θα την κάνουν χοντρή και χοντρή σημαίνει πως φαίνεσαι αυτό που φοβάται να γίνει, να αφεθεί στην γλώσσα, να μείνει στην γεύση και να καλύψει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην καρδιά και το στομάχι, υπάρχει πάντα κενό και η επιθυμία του να κατευθυνθεί η επιθυμία προς ανθρώπους που κάθονται στον καναπέ τους διαβάζοντας την Καρδιά του Σκότους και γελάνε και κοιμούνται και δεν θέλουν να πάνε στην δουλειά, γιατί η δουλειά είναι αλλοτρίωση και καταστροφή του χρόνου που θα μπορούσαν να κάνουν σεξ και να διαβάζουν και η Ζαν το δείχνει αυτό και αυτό που δείχνει την κάνει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που δεν έχει κάνει σεξ και δεν επιθυμεί και αν δεν επιθυμείς δεν έχεις αντικείμενα και προϊόντα και τότε πως θα έρθουμε κοντά χωρίς ένα ακριβό κάτι που αγοράζεται και πωλείται και το κορίτσι κάνει λόγια τα αισθήματα και μιλάει σε μια κάμερα που μεταδίδεται στο ίνσταγκραμ και εγώ πατάω καρδούλες, καθώς ξεκινά να μιλάει και προσέχω το στόμα της να ανοιγοκλείνει σε ένα παράθυρο που μπαίνουν φώτα, μουσική και μια κουρασμένη επιθυμία να δω, να κοιμηθώ χωρίς να θέλω να ξυπνήσω.

Budapest / Bratislava / Praha / Bacardi cola

Δύο θέσεις που έχουν τον μπλε κύκλο, θέσεις για άτομα χρήζοντα βοήθειας.
Ένα ζευγάρι γύρω στα εξήντα με ρούχα πιασμένα στο δέρμα τους, ένα δερμάτινο με λευκές ραφές για εκείνον, ροζ μπότες Dolly Parton για εκείνη.
– Θα πάμε στον Τρίλοφο / εγώ λέω / έλα να πάμε μωρέ / δεν ξέρω / δεν θες; / Στον Τρίλοφο;/ με ποιο λεωφορείο;/ Θα βγούμε εκεί θα πάμε για ποτό / εσύ να πιεις ποτό / εγώ δεν μπορώ / έλα μωρό ένα ποτάκι/ λεμονάδα / πώς το λέγανε εκείνο; / Με τίποτα / ένα γλυκό / Bacardi cola / το έπινες σε εκείνο το μπαράκι / μην με πιέζεις / σου άρεσε / που κατεβαίνουμε; / κούκλα μου πάμε λέω
Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, μαλλιά της Βισουάβα Σιμπόρσκα. Είχε η Βισουάβα Σιμπόρσκα κόκκινα μαλλιά ή πάλι φαντάζεσαι; Λέω πως είχε, άρα είναι αλήθεια. Από το 1967 έως το 1973 η Βισουάβα Σιμπόρσκα είχε κόκκινα μαλλιά. Μικρή πίστευα πως κόκκινα μαλλιά έχουν μόνο οι γιαγιάδες που πολέμησαν στο ΕΑΜ , έχουν το μαλλί μνήμη και βάφονται στο κομμωτήριο της Φωτεινής που είναι κομμωτήριο και σαλόνι, εκεί που έβαφε η γιαγιά τα δικά της μαλλιά με ένα κραγιόν, καστανό σκούρο που χρυσίζει.
Το ζευγάρι σφίγγει τα χέρια του και ο ένας λέει μωρό μου και η άλλη λέει μην με πιέζεις και ο ένας φορά την μάσκα κάτω απ’ τη μύτη και η άλλη λέει πως δεν θέλει να πάει στον Τρίλοφο και εκείνος την κοιτά και σαλιώνει το πέτο του δερμάτινου και εκείνη λέει ότι από τότε που έκοψα το ποτό σε αγαπώ περισσότερο ή δεν το λέει αλλά θα ήθελε να το πει, να της βγει απ’ την σπηλιά πίσω απ’ την γλώσσα, αλλά όχι και αντ’ αυτού λέει εδώ κατεβαίνουμε πλατεία Αριστοτέλους και σηκώνονται μαζί και σπρώχνουν ένα πλήθος από εικοσάχρονα που βγαίνουν για καφέ, λύνουν ασκήσεις φυσικής, βλέπουν ταινίες, κάνουν τέχνη, χαμογελούν και έχουν αντοχές στο αλκοόλ, στις ουσίες και το σεξ και σίγουρα κανένα δεν πίνει Bacardi cola που είναι γλυκό και κάνει τον λαιμό σου να καίγεται και όταν ξερνάς σου μένει στα δόντια μια γεύση καμένης ζάχαρης και τομάτας.
Αυτοί κατεβαίνουν και λίγο σέρνονται, ο χρόνος δεν τους φέρθηκε καλά και η τάξη τους γάμησε το βάδισμα, την πλάτη, την ισορροπία.
Λέω πως πηγαίνουν στον Τρίλοφο και μένουν από 27 έως 29 Οκτωβρίου. Πίνει Bacardi cola και αυτός δύο δωδεκάδες μπύρες, τρώνε πατάτες και παίρνουν τηλέφωνο τα αδέρφια τους που ζούνε στην Κατερίνη. Μετά εκείνη πρέπει να γυρίσει στη δουλειά και εκείνος λέει εντάξει, καθώς κοιμάται.
Οι ροζ μπότες της είναι έξω από την πόρτα του διαμερίσματος. Έχουν νερό μέσα, μυρίζουν.
Κατεβαίνω στα τραίνα και έξω από τα τραίνα υπάρχουν λεωφορεία, γεγονός παράδοξο. Ο χώρος σε βεβαιώνει για την ικανότητα της μεταφοράς. Αν δεν θέλεις τραίνο πάρε λεωφορείο, αν το λεωφορείο σε πάει μακριά, πάρε αστικό και το Ωραιόκαστρο είναι ένας ξένος τόπος.
Bratislava Budapest Praha μία πινακίδα εμπειρίες. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά μπορεί να πάρει το λεωφορείο μέχρι την Μπρατισλάβα να μην πάει στον Τρίλοφο, να πιει έναν καφέ στο καφέ Βλαντιμίρ και να κερδίσει το σώμα της με ένα foam roller απ’ τα tiger. Μετά να μείνει, να χαρεί το κρύο, να περπατήσει ίσια και να βρει ένα νέο κεφάλι για το σώμα της. Ένα κεφάλι ακουμπισμένο στην άκρη του δρόμου, έτοιμο για αυτές που το έχουν ανάγκη.
Αν φυσικά έχει λεφτά για τις αλλαγές και τα χιλιόμετρα.
Το χρήμα ανήκει στους χρήστες του.
Εκείνος μένει μόνος με το δερμάτινο στην κρεμάστρα. Φορά μία βρογχίτιδα στο κρεβάτι.
Εκείνη διαβάζει το ποίημα της Βισουάβα γάτα σε άδειο δωμάτιο. Πηδάει λέξεις, την πονούν τα μάτια.
Φορά το κεφάλι της και μένει εκεί.
Φτάνω νύχτα στο μέρος που είχα ξεκινήσει να πάω. Ας μείνουμε εδώ, προς το παρόν, λέω.

Όταν είμαι ξαπλωμένη σε ένα ύφασμα

μαύρο αυτό και γω πορτοκαλί παρέμεινα όσο κρατάει ένα στρώμα το σώμα μου και το σώμα μου γίνεται σκληρό και άκαμπτο από τον ύπνο. Πήγα και ήρθα στον αδερφό του θανάτου και έχω πάνω μου λευκά βρύα στην κουζίνα που έχει γίνει ένας κήπος λουλούδια μαραμένα και χώματα μέσα σε μπολ, βιβλία, υφάσματα. Είναι άραγε αυτός ο τόπος γέννησής μου; Ξαπλώνω και ακούω και αυτά που ζούνε σέρνονται μέχρι την πόρτα, ακολουθεί τον δρόμο η καρδιά μου, σέρνει την πέτρα και τσακίζει αρθρόποδα στο διάβα της. Όταν ξαπλώνω μυρίζω αίμα στο ύφασμα που πάνω του είμαι και τεντώνω την σπονδυλική στήλη και η καρδιά μου ανοίγει και από το άνοιγμα βγαίνω σπόρος με ένα ελάχιστο πρόσωπο σε κάτοπτρο που θέλει φως και αλλάζει τον κήπο σε θάλασσα και πλημμυρίζει τα αντικείμενα βαθιά σε αρχαίο ύπνο.

κομματάκι μιας ζωής

Πήρε στους ώμους της ένα παιδί και είπε «μέχρι αύριο εγώ με αυτό και μετά τέλος». Πήρε το πρόσωπό του και το έβαλε από την άλλη μεριά να μην ξυπνήσει και περπάτησε, ώσπου δεν άντεξε άλλο και άνοιξε το στόμα της και το στόμα της έβγαλε από μέσα το στομάχι που είχε τόσο παραμελημένο, άδειο, τρυφερό και πονεμένο. «Να φάω» είπε και δάγκωσε το μάγουλο του παιδιού που κοιμόταν. Αυτό ξύπνησε και έκλαψα, μα είδε το στομάχι και φοβήθηκε έπεσε πάλι για ύπνο, είχε έναν λεκέ από αίμα στη μπλούζα του. Και αυτή συνέχισε να προχωρά, μέχρι το πρωί είχε διορία, μέχρι να αλλάξει θέση η νύχτα με τη μέρα και να ξυπνήσουν οι άνθρωποι να βάλουν τα εργατικά τους, να πάνε να γιατρέψουν κοψίματα και άγχη, να καθαρίσουν ράφια και μυαλά, να γράψουν κώδικες και πρωτόκολλα ασφαλείας. Δεν έφτανε, πέρασε όλη την πόλη από τα μάτια της και πάλι δεν έφτανε και το παιδί με μαλλιά και λίγα ρούχα ήταν ήσυχο, ακουμπισμένο. Εκείνη το κοίταξε και κατάλαβε πως είναι ομορφιά, όπως οι εικόνες στον κινηματογράφο, «δικό μου, δικό μου αυτό και αυτό που μέσα του έχει και το ξεχνά» και είχε γίνει πια πρωί το φως. Ίσιωσε τα χέρια, την πλάτη, το λαιμό και είπε «εγώ ίσια θα πηγαίνω μέχρι να πέσω, είμαι δέντρο το μπορώ» και το παιδί έπεσε από τον ώμους και κύλησε και άνοιξε τα μάτια του και έφυγε μακριά στη θάλασσα, βαθιά και κάτω. Αυτή σταμάτησε απότομα, τη λέγανε Μαρία, ένιωσε το στομάχι της στο στόμα, ένιωσε τα υγρά που είχαν γεύση από αλάτι και τον ώμο της που πια δεν είχε βάρος. Η Μαρία σήκωσε το πουκάμισο και είχε μια φωτογραφία στη θέση που κάποτε υπήρχε το στομάχι, την πήρε και την κόλλησε στον ώμο ήταν το παιδί στη φωτογραφία, το παιδί κοιμισμένο ⸱ φάνηκε η τρύπα στο στομάχι, ένα ροδαλό κενό από σώμα. Η Μαρία συνέχισε να περπατά και όταν πείνασε δάγκωσε την φωτογραφία, το χαρτί, τα χημικά, την γονάτισαν έξω από ένα βιβλιοπωλείο. Η βιτρίνα αντανακλούσε τη μορφή και την φωτογραφία του κοιμώμενο παιδιού και από πίσω, όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει στη ζωή της. Το στομάχι της βγήκε έξω από το στόμα και ήσυχο διασπάστηκε. Η Μαρία είχε πια πεθάνει.

παίξε σπίτι παίξε

Σε ένα σπίτι μπροστά που είναι παλιό και άδειο και έχει ριγμένη τη σκεπή του. Ο Φέλιξ και η Νανά κάθονται σε δύο καρέκλες και λίγο κινούνται. Είναι νέοι στα είκοσι . Όσο μιλάνε μεγαλώνουν και όσο μεγαλώνουν φτάνουν να γίνονται μεσήλικες. Όλα συμβαίνουν ακριβώς εκεί και οπουδήποτε.

Φέλιξ- εγώ όταν ζητιανεύω δείχνω το προφίλ μου. Δεν κοιτάω κατάματα, παρά μόνο όταν έχω φάει και χορτάσει και είμαι έτοιμος για ύπνο.
Νανά- όταν κλωσάς την ώρα.
Φέλιξ- (δείχνει το σπίτι) με αυτό τι γίνεται;
Νανά- πέφτει κάθε μέρα περισσότερο. πέφτει και γίνεται ένα με το χώμα. πέφτει πέφτει και σκασμό δεν έχει.
Η Νανά γελάει. Σηκώνεται. Αλλάζει θέση στην καρέκλα της, ξανακάθεται. Ο Φέλιξ την κοιτάει.
Φέλιξ- κάτι πιάνεις ακόμα. Ο κώλος σου όρθιος.
Νανά- είναι που περπατάω όταν δεν κάθομαι και τρέχω όταν δεν περπατάω. Προχτές, με έπιασαν.
Φέλιξ- πώς;
Νανά- έβγαινα από το δωμάτιο να απλώσω ρούχα στην ταράτσα. Με περίμεναν στη σκάλα. Ήμουν ήσυχη και καλή. Το επόμενο πρωί με άφησαν να φύγω. Μου έδωσαν και τη λεκάνη με τα ρούχα. Μύριζαν μούχλα και είχαν ρίξει μέσα κουβάδες αποτσίγαρα.
Φέλιξ- σε ρώτησαν για εμένα;
Νανά- ναι.
Φέλιξ- τι είπες;
Νανά- πως τον βλέπω τόσο σπάνια που έχω ξεχάσει τα μούτρα του. Σίγουρα δεν επικοινωνεί μαζί μου και σίγουρα δεν μου λέει τίποτα για τα σχέδιά του. Για ποιες ληστείες και δολοφονίες μου λέτε. Δεν ξέρω τίποτα. Από το μυαλό σας τα βγάζετε. Έτσι, είπα.
Φέλιξ- μπράβο. Αρκεί να μην σε παρακολουθούν.
Νανά- χεστήκανε για μένα. Τους προκαλώ αμηχανία.
Φέλιξ- είναι που κοιτάς και το βλέμμα σου φαίνεται.
Νανά- για ελάχιστες εμφανίσεις δικό σου. (δείχνει το σπίτι) Με αυτό τι θα κάνουμε;
Φέλιξ- θα κατασκηνώσουμε εδώ μέχρι να πέσει.
Νανά- βαριέμαι να παίξουμε πάλι το 2007.
Φέλιξ- τι;
Νανά-το 2007 είχε πολλές αναμονές και θανάτους. Περιμέναμε να γυρίσει η μητέρα και θα αφήναμε αυτό το σπίτι.
Φέλιξ- δεν γύρισε όμως και κολλήσαμε εδώ κι εσύ κόλλησες περισσότερο από μένα. Λες και σε δέσαμε πάνω του.
Νανά- αν άλλαζα δεν θα έμενε τίποτα.
Φέλιξ- έκανες την πεθαμένη από μικρή.
Νανά- για πεθαμένη έχω ωραίο κώλο.
Η Νανά σκύβει και παίρνει δύο μπύρες πίσω από την καρέκλα της. Τις ανοίγει. Δίνει την μία στον Φέλιξ.
Φέλιξ- κι αν σου έλεγα ότι τα έχω κανονίσει. Ότι βρήκα κάτι άκρες και… ενθάδε κείται Φέλιξ και Νανά. Θεός σχωρέστους.
Νανά- θα με σκοτώσεις;
Φέλιξ- μαζί. Στα ψέματα.
Ο Φέλιξ δίνει στη Νανά ένα όπλο.
Νανά- είσαι τρελός.
Φέλιξ- θα με πυροβολήσεις στο πόδι και τα άλλα είναι κανονισμένα. Εγώ θα σε πυροβολήσω στο χέρι.
Ο Φέλιξ βγάζει ένα ακόμη όπλο μέσα από το πουκάμισό του.
Φέλιξ- θα έρθουν να μας πάρουν από το νοσοκομείο. Εκεί θα μας βγάλουν ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου. Έχω και νέες ταυτότητες. Θα είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε.
Νανά- ποιο είναι το καινούριο μου όνομα;
Η Νανά μένει ακίνητη. Βλέπουμε πως έχει γεράσει και ο Φέλιξ το ίδιο.
Φέλιξ- Στέλλα.
Νανά- Δεν μου αρέσει. Να πεθάνεις μόνος σου.
Φέλιξ- όταν ζητιανεύω, δείχνω το προφίλ μου. Κοίτα με σε παρακαλώ. Κοίτα τι όμορφο που είναι το προφίλ μου.
Νανά- (τον κοιτάει αργά αργά) και πού θα πάμε;
Φέλιξ- Ιταλία.
Η Νανά σηκώνεται και κάθεται, κάθεται και σηκώνεται. Το σώμα της κάνει αργές κινήσεις. Οι ώμοι της έχουν κυρτώσει.
Παίρνει το όπλο στα χέρια της και σημαδεύει τον Φέλιξ. Εκείνος γελά. Τα δόντια του είναι κίτρινα, γεροντικά.
Φέλιξ- Στο πόδι Νανά.
Ακούγεται ένας θόρυβος και ο Φέλιξ πέφτει από την καρέκλα του. Το στόμα του είναι ανοιχτό, σχεδόν γελά. Πιάνει με τα χέρια του το στομάχι του. Τρέχει αίμα. Η Νανά κοιτάει μακριά την πόλη. Ο Φέλιξ πεθαίνει. Ένας νεαρός άνδρας εμφανίζεται. Μετακινεί το πτώμα από την καρέκλα στο πάτωμα και παίρνει τη θέση του. Η Νανά του στέλνει ένα φιλί. Είναι πάλι νέα.
Νανά- και τι θα κάνουμε με το σπίτι Φέλιξ;

όταν έχεις ξεχάσει ένα μαλακό, παλιό σταφύλι στο βάθος του ψυγείου σου και κανείς δεν το πέταξε ή τελειώνοντας τον Χλομό Βασιλιά του David Foster Wallace

ένας ωραίος άντρας που κάθεται στα σκαλιά και κοιτάζει. Ένα αγόρι που θέλει να φιλήσει κάθε σημείο του σώματός του.

Είμαι σε ένα άλλο σαλόνι και πιστεύω πως αυτός ο άντρας μου αρέσει πολύ. 16:04- 36 βαθμοί πλάι στη θάλασσα.

Η Μέρεντιθ Ραντ παντρεύτηκε κάποιον χειριστικό τύπο, γιατί νόμιζε πως θα πεθάνει. Τώρα πίνει τζιν τόνικ και εκείνος την περιμένει στο πάρκινγκ της υπηρεσίας. Ένας χλομός βασιλιάς της καρδιομυοπάθειας. Τον βρίσκει αηδιαστικό και τον αγαπά.

Ο Π. παίρνει ένα πρόσωπο αηδίας κάθε φορά που γλύφω το αλάτι απ’ τα χέρια μου.

ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΞΗ, ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ
Adderall/ Vyvanse/ Concerta/ Jornay PM/ Metadate CD/ Ritalin LA
Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, του Σικάγο, του Ντιουπέιτζ, του Ντιπόλ και ο Ντέιβιντ παρακολουθεί μία σαπουνόπερα. Ένα μάθημα προχωρημένης λογιστικής και μπαμπ. Το μέλλον σκάει.

Τα ξενοδοχεία είναι άδεια. Έχω ακόμα το sleeping bag της πρώτης δημοτικού. Ένας λευκές από μπλε μαρκαδόρο καριόκα.

Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την φορολογική υπηρεσία της Αμερικής; Εξεταστές 9ης και 10ης βαθμίδας που αντιμετωπίζουν ηρωικά το έντυπο 1044. Το γραφείο του μυρίζει κινέζικο φαγητό και τσίχλες με γεύση κεράσι.

ΠΑΡΑΚΑΛΩ – ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΔΩΡΑ
Και ο μεταφραστής πώς θα πληρωθεί;

Ο Λέναρντ, μία κατασκευή που μιλάει και δίνει/δίνει/δίνει. ” Δεν θέλω τίποτα σας παρακαλώ.” Ώσπου μία μέρα ένα νευρικό τικ, μία περίοδος αϋπνίας μετατρέπονται σε σημάδια μίας ηλικίας που καταστρέφεται- το παιδί μεγαλώνει με τους ρυθμούς μου.-

Ο Ντέιβιντ κάνει εργασίες για άλλους.
Εγώ κάνω εργασίες για άλλους.
Αν μου άρεσαν οι μπαντάνες του θα ήταν το αγόρι μου. Τότε. Στην αρχή. 37-38 χρόνια πριν. Συνάντηση στην αίθουσα χορού.

Σκέφτομαι κάποιον που παίζει baseball και γράφει ποιήματα. Καλύπτει τα ίχνη του στον αέρα με διπλό άλμα.

Η Τόνι Γουέαρ είναι παπούτσι. Όχι. Κάνει την πεθαμένη με τα γαλάζια μάτια της και τα σκυλιά στο πίσω κάθισμα. Φοράει Nike, φοράει το πόδι της σαν εικόνα. Υπάρχουν τα πράγματα χωρίς να υπάρχει εκεί – η Τόνι με το μπεζ παλτό και τις μύγες στο πέτο. –

Ένα βιβλίο για το πώς λειτουργεί το πόστο 047 της Πιόρια και τι συμβαίνει όταν έχεις μία σοβαρή δερματική πάθηση και είναι η πρώτη μέρα στην δουλειά.

Το δέρμα μου έχει μικρούς φραγμένους πόρους. Ένας λογιστής έκανε την φορολογική μου δήλωση για το 2020.

1977 γίνεται απαραίτητος ο αριθμός κοινωνικής ασφάλισης για τα προστατευόμενα μέλη.

Ευαγγελικοί κύκλοι και πολλά ρούχα σκορπισμένα στα πατώματα.

ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ
Κατάλαβα τι σημαίνει στο 44ο κεφάλαιο.

Γεια σου Ντέιβιντ! Ωραίο στυλ! Καθαρές φορολογικές δηλώσεις με μικρά γράμματα σε ευθεία στοίχιση.

Η μητέρα της Τόνι κλέβει το φορτηγάκι. Στο κομμάτια και αυτή η ζωή για δρόμος.
Φαντάζομαι πως οι επαρχιακοί δρόμοι στην Αμερική είναι διαφορετικοί από την επαρχιακή οδό Αθηνών Λαμίας.

Ένα κράκερ και ένα ρολό κουζίνας. Ποια είναι η γνώμη σας για την σεξουαλικότητα κ. Ντρίνιον;

Στο βιβλίο αναφέρεται ένα αναμμένο τσιγάρο More, ένα τζούντμποξ Wurlitzer 412-C, δύο φλιπεράκια, ένα ποδοσφαιράκι, ένα εναέριο χόκεϊ, ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη, η γαλακτοβιομηχανία Jolly Holly, η UNICEF, ένα άγριο κοκκινόμαλλο μωρό, ο Λυκούργος Βασιλείου, οι επιστολές του Λόρδου Τσέστερφιλντ προς τον γιο του.

– Και τελικά ποια είναι η άποψή σου για την φορολογία Ντέιβιντ;
– Οι πλούσια να δίνουν τα πολλά και οι φτωχοί καθόλου.
– Ας περάσουμε σε μερικά πλάνα από το σώμα σου. Καλύπτει όλο το βιβλίο.

μισή βουτιά

Ήρθε πρώτη και έβγαλε τα μάτια της στο νερό. Πτυσσόμενο τραπέζι και μπύρες στο ψυγείο. Μπήκε μέχρι τη μέση. Κρύο. Βγήκε να δει το κινητό της. 9:13. Ίσως να περιμένω, είπε. Και ξάπλωσε στην πετσέτα. Που να’ ναι μάνα μου;. Την χτύπησε στο νεφρό η ερώτηση. Ωχ έκανε και γύρισε απ’ την άλλη. Πέρα μακριά το χοτέλ Άμμος και δύο φίατ πούντο παρκαρισμένα πιο κοντά. Τι μου ‘ρθε πάλι; Έσφιξε τα μάτια της να πονάνε.Πρέπει να σταματήσω τα τσιγάρα. Καίγομαι.Ο ήλιος απλωνόταν στα ζελεδάκια. Έκαιγαν τα κορμάκια τους. Ήταν τα χρωματιστά αρκουδάκια. Η μάνα μου, πάλι και πάλι. Είδε δύο γέρους να μπαίνουν με τα σωσίβια. Μπλε κιμωλίες, νεύρα αρχαία, αποθηκευμένα στα μπούτια και τα χέρια τους. Τελευταία φορά ήταν… Ένας ναυαγοσώστης χαιρέτησε και ανέβηκε στο μέρος του. Μισοχαμογέλασε. Άνοιξε μία μπύρα. ” Λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια.” Ατάκα διαφήμισης. Μπροστά στην τηλεόραση η μάνα της καπνίζει. Αυτό θυμάται. Και τα λαδωμένα μαλλιά, το πουλόβερ Ιούλιο μήνα, τα Παλ Μαλ να γεμίζουν στάχτες. Είχε ένα τετράδιο που έγραφε “λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια”. Το άφησε στον καναπέ. Στο αποτύπωμα του κώλου της. Όταν έφυγε με μια βαλίτσα εσώρουχα, βιβλία. Η θάλασσα είχε πέτρες στα βαθιά. Ψάρια με μακρύ πρόσωπο. Θα’ ναι κάπου κοντά στο νερό, είπε. Κοίταξε τον ήλιο στο φως του. Είδε μαύρο. Μπήκε μέσα, βουτιά με το κεφάλι. Εμφανίζεται η μάνα της κρατώντας το αντηλιακό.Βγες έξω θα πνιγείς.