αργά και πιο αργά μέσα στην κουζίνα

– είναι ένα μπουκαλάκι
– έχει μέσα κάτι
– μπορείς να το πιεις
– θέλω να φάω
– θέλω να το πιεις
– υπάρχει κενό
– δεν είναι γεμάτο
– σε σκέφτομαι όταν λείπεις
– πιες το για εμένα
– αγοράζω το χρόνο σου έτσι;
– με κλέβεις
– θα ετοιμάσω γεμιστά
– είμαι εντάξει, θέλω να ανοίξεις το καπάκι
– νομίζω πως μυρίζει άσχημα
– νομίζεις συνεχώς
– βρωμάει
– μυρίζει όπως εγώ
– συνέχεια περιγράφεις λάθος
– αποτρέπω το κακό
– μυρίζεις δέρμα με νερό και σοκολάτα
– είμαι μέσα στο μπουκαλάκι
– δεν είσαι, πάλι κόλπο
– ίσως μείνω για τη νύχτα
– στρώνω πετσέτα κάτω σου
– μένω αν το πιεις
– μαγειρεύω καλά
– χάνω σημαντικές αποστολές
– είσαι άπιαστη
– είσαι υποταγμένη
– να βάλω μια φέτα λεμόνι;
– ναι, μία μόνο
– έρχεσαι συχνά;
– όταν έχω ανάγκη
– τότε που μέναμε μαζί
– δεν μέναμε μαζί
– τις κούπες με τα τριαντάφυλλα ή τις λευκές;
– εγώ έμενα πίσω απ’ τα τραίνα
– καλύτερα λουλούδια, έμενες
– μακριά σου
– πολύ κοντά, πιο κοντά
– τσούζει ο λαιμός μου
– πιες κι άλλη
– είσαι διπλή και οριζόντια
– με βλέπεις όπως είμαι
– ζαλίζομαι
– τώρα ολοκληρώνεσαι
– ακόμα μια φορά νεκρή

παίξε σπίτι παίξε

Σε ένα σπίτι μπροστά που είναι παλιό και άδειο και έχει ριγμένη τη σκεπή του. Ο Φέλιξ και η Νανά κάθονται σε δύο καρέκλες και λίγο κινούνται. Είναι νέοι στα είκοσι . Όσο μιλάνε μεγαλώνουν και όσο μεγαλώνουν φτάνουν να γίνονται μεσήλικες. Όλα συμβαίνουν ακριβώς εκεί και οπουδήποτε.

Φέλιξ- εγώ όταν ζητιανεύω δείχνω το προφίλ μου. Δεν κοιτάω κατάματα, παρά μόνο όταν έχω φάει και χορτάσει και είμαι έτοιμος για ύπνο.
Νανά- όταν κλωσάς την ώρα.
Φέλιξ- (δείχνει το σπίτι) με αυτό τι γίνεται;
Νανά- πέφτει κάθε μέρα περισσότερο. πέφτει και γίνεται ένα με το χώμα. πέφτει πέφτει και σκασμό δεν έχει.
Η Νανά γελάει. Σηκώνεται. Αλλάζει θέση στην καρέκλα της, ξανακάθεται. Ο Φέλιξ την κοιτάει.
Φέλιξ- κάτι πιάνεις ακόμα. Ο κώλος σου όρθιος.
Νανά- είναι που περπατάω όταν δεν κάθομαι και τρέχω όταν δεν περπατάω. Προχτές, με έπιασαν.
Φέλιξ- πώς;
Νανά- έβγαινα από το δωμάτιο να απλώσω ρούχα στην ταράτσα. Με περίμεναν στη σκάλα. Ήμουν ήσυχη και καλή. Το επόμενο πρωί με άφησαν να φύγω. Μου έδωσαν και τη λεκάνη με τα ρούχα. Μύριζαν μούχλα και είχαν ρίξει μέσα κουβάδες αποτσίγαρα.
Φέλιξ- σε ρώτησαν για εμένα;
Νανά- ναι.
Φέλιξ- τι είπες;
Νανά- πως τον βλέπω τόσο σπάνια που έχω ξεχάσει τα μούτρα του. Σίγουρα δεν επικοινωνεί μαζί μου και σίγουρα δεν μου λέει τίποτα για τα σχέδιά του. Για ποιες ληστείες και δολοφονίες μου λέτε. Δεν ξέρω τίποτα. Από το μυαλό σας τα βγάζετε. Έτσι, είπα.
Φέλιξ- μπράβο. Αρκεί να μην σε παρακολουθούν.
Νανά- χεστήκανε για μένα. Τους προκαλώ αμηχανία.
Φέλιξ- είναι που κοιτάς και το βλέμμα σου φαίνεται.
Νανά- για ελάχιστες εμφανίσεις δικό σου. (δείχνει το σπίτι) Με αυτό τι θα κάνουμε;
Φέλιξ- θα κατασκηνώσουμε εδώ μέχρι να πέσει.
Νανά- βαριέμαι να παίξουμε πάλι το 2007.
Φέλιξ- τι;
Νανά-το 2007 είχε πολλές αναμονές και θανάτους. Περιμέναμε να γυρίσει η μητέρα και θα αφήναμε αυτό το σπίτι.
Φέλιξ- δεν γύρισε όμως και κολλήσαμε εδώ κι εσύ κόλλησες περισσότερο από μένα. Λες και σε δέσαμε πάνω του.
Νανά- αν άλλαζα δεν θα έμενε τίποτα.
Φέλιξ- έκανες την πεθαμένη από μικρή.
Νανά- για πεθαμένη έχω ωραίο κώλο.
Η Νανά σκύβει και παίρνει δύο μπύρες πίσω από την καρέκλα της. Τις ανοίγει. Δίνει την μία στον Φέλιξ.
Φέλιξ- κι αν σου έλεγα ότι τα έχω κανονίσει. Ότι βρήκα κάτι άκρες και… ενθάδε κείται Φέλιξ και Νανά. Θεός σχωρέστους.
Νανά- θα με σκοτώσεις;
Φέλιξ- μαζί. Στα ψέματα.
Ο Φέλιξ δίνει στη Νανά ένα όπλο.
Νανά- είσαι τρελός.
Φέλιξ- θα με πυροβολήσεις στο πόδι και τα άλλα είναι κανονισμένα. Εγώ θα σε πυροβολήσω στο χέρι.
Ο Φέλιξ βγάζει ένα ακόμη όπλο μέσα από το πουκάμισό του.
Φέλιξ- θα έρθουν να μας πάρουν από το νοσοκομείο. Εκεί θα μας βγάλουν ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου. Έχω και νέες ταυτότητες. Θα είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε.
Νανά- ποιο είναι το καινούριο μου όνομα;
Η Νανά μένει ακίνητη. Βλέπουμε πως έχει γεράσει και ο Φέλιξ το ίδιο.
Φέλιξ- Στέλλα.
Νανά- Δεν μου αρέσει. Να πεθάνεις μόνος σου.
Φέλιξ- όταν ζητιανεύω, δείχνω το προφίλ μου. Κοίτα με σε παρακαλώ. Κοίτα τι όμορφο που είναι το προφίλ μου.
Νανά- (τον κοιτάει αργά αργά) και πού θα πάμε;
Φέλιξ- Ιταλία.
Η Νανά σηκώνεται και κάθεται, κάθεται και σηκώνεται. Το σώμα της κάνει αργές κινήσεις. Οι ώμοι της έχουν κυρτώσει.
Παίρνει το όπλο στα χέρια της και σημαδεύει τον Φέλιξ. Εκείνος γελά. Τα δόντια του είναι κίτρινα, γεροντικά.
Φέλιξ- Στο πόδι Νανά.
Ακούγεται ένας θόρυβος και ο Φέλιξ πέφτει από την καρέκλα του. Το στόμα του είναι ανοιχτό, σχεδόν γελά. Πιάνει με τα χέρια του το στομάχι του. Τρέχει αίμα. Η Νανά κοιτάει μακριά την πόλη. Ο Φέλιξ πεθαίνει. Ένας νεαρός άνδρας εμφανίζεται. Μετακινεί το πτώμα από την καρέκλα στο πάτωμα και παίρνει τη θέση του. Η Νανά του στέλνει ένα φιλί. Είναι πάλι νέα.
Νανά- και τι θα κάνουμε με το σπίτι Φέλιξ;

picture relate

Παλαιοπωλείο. Ξύλινη κατασκευή με πλαστικές καρέκλες στην είσοδο. Πίνακες, κάδρα και φωτογραφίες στοιβαγμένες σε κουτιά με το σήμα της adidas. Μία έφηβη πλησιάζει στο ταμείο κρατώντας μία φωτογραφία. Πίσω από τον πάγκο ένας μεσήλικας με λίγα μαλλιά και ριγέ πουκάμισο. Ακούει μουσική από το κινητό του.

– Μαργαρίτες;
– Χαμομήλια
– Πόσο;
– Δεν καταλαβαίνω.
– Ενδιαφέρομαι. Για αγορά.
– Είναι απλώς μία εικόνα.
– Φαίνονται τα χρώματα και το τοπίο. Αυτοί οι δύο;
– Παλιοί. Του 1995.
– Γέροι, δηλαδή.
– Άσχετοι με το κεντρικό θέμα.
– Φαίνονται χαρούμενοι.
– Είναι σε εκδρομή.
– Θα ήθελα να δω την μύτη, τα μάτια, τα μαλλιά τους.
– Μπορείς να φανταστείς.
– Βαριέμαι.
– Υπάρχουν κι άλλες φωτογραφίες στο σωρό.
– Έχουν πολλά φώτα.
– Κατάλαβα.
– Τι;
– Σου αρέσει η φύση.
– (χαμογελά) Εμένα;
– Δεν είναι κακό.
– Χρειάζομαι μια αλλαγή.

Ακούγεται κορνάρισμα λεωφορείου από μακριά. Ο άνδρας κλείνει τη μουσική και κοιτάει έξω.

– Το λεωφορείο σου φεύγει.
– Δεν ήρθα με το λεωφορείο.
– Θα την πάρεις τελικά;
– Θέλω να μάθω κάτι περισσότερο για αυτήν.
– Είναι ερασιτεχνική λήψη.
– Και αυτοί οι δύο;
– Θα έλεγα νέοι, τότε. Ίσως στην ηλικία σου.
– Αυτοί σού την πούλησαν;
– Αν θυμόμουν θα την είχα κρατήσει για μένα.
– Τι άκουγες;
– Έναν πεθαμένο.
– Ποιον;
– Τιμ Σμιθ.
– Κρίμα.
– Τον ξέρεις;
– Όχι.
– Ήταν σε ένα συγκρότημα τους cardiacs. Πέθανε από καρδιακή προσβολή.
– Αλήθεια;
– Ναι.
– Περίεργο. ( κοιτά τη φωτογραφία) Τι λες για αυτούς τους δύο;
– Ίσως οικογένεια ή φίλοι.
– Ίσως να έχουν πεθάνει από καρδιά.

Γελάνε και οι δύο. Ο άνδρας κοιτά την παλάμη του κοριτσιού. Έχει ένα βαθύ κόψιμο.

– Τι έπαθες;
– Άνοιξα λάθος την κονσέρβα. Μαγείρευα.
– Έχω επίδεσμο κάπου.

Ανοίγει το συρτάρι και ξετυλίγει τον επίδεσμο.

– Μπορώ να σου το δέσω εγώ, αν θέλεις.

Το κορίτσι απλώνει το χέρι.

– Δεν είσαι από εδώ, έτσι;
– Ήρθα για διακοπές με τη μητέρα μου.
– Δεν έχει πολλά πράγματα να κάνεις.
– Δεν με ενοχλεί.
– Ασχολείσαι;
– Ε;
– Τραβάς φωτογραφίες;
– Καμιά φορά.
– Εγώ παλιά ήμουν φωτογράφος.
– Το 1995;
– Ναι. Νομίζω, δηλαδή.
– Σου αρέσει αυτή η φωτογραφία;
– Δεν ξέρω. Μου αρέσουν τα λουλούδια.
– Αυτοί οι δύο υποθέτω πως είναι όμορφοι.
– Σίγουρα όχι πια.
– Αγοράζεις; Έχω κάποιες φωτογραφίες μαζί μου.
– Δικές σου;
– Ναι.

Το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και βγάζει λίγες φωτογραφίες. Τις δίνει στον άνδρα και εκείνος τις κοιτά μία μία.

– Είναι ιδιαίτερες.
– Σου αρέσουν;
– Δεν ξέρω.
– Δώσ’τες μου τότε.
– Περίμενε. Τι είναι αυτό; ( της δείχνει μία φωτογραφία)
– Η μητέρα μου. Το αφτί, το μάγουλο και το δεξί της μάτι.
– Το φως είναι ροζ.
– Φούξια.
– Ναι, φούξια.
– 10 ευρώ.
– Πώς;
– Στην πουλάω για 10 ευρώ.
– Τι λες για ανταλλαγή;
– Σύμφωνοι, αλλά θα με αφήσεις να σε βγάλω μία φωτογραφία.
Εδώ, μαζί με τον πάγκο και τα πράγματα.
– Θα σου χαλάσω την εικόνα. Είμαι άσχημος.
– Όχι, απλώς γέρος.
– Εντάξει μικρή. ( στήνεται) Πώς να είμαι;

Το κορίτσι βγάζει την φωτογραφική της μηχανή.

– Όπως είσαι. Ένα βήμα πιο πίσω. Ωραία. Κράτα και την φωτογραφία.
-Ποια;
-Την φούξια με τη μαμά.
-( την κρατά με τα χέρια του στο στήθος) Έτσι;
– Όχι. Κράτα την με τα δόντια σου.

Ο άνδρας την κρατά με τα δόντια.

– Τέλειος είσαι.

Το κορίτσι τραβά την φωτογραφία.

– Σε ευχαριστώ.
– Θα μου την δείξεις;
– Όταν ξαναέρθω.

Ο άνδρας της δίνει τη φωτογραφία με τα λουλούδια.
– Δική σου.
– Χρειάζομαι ένα στυλό.

Ο άνδρας της δίνει το στυλό. Το κορίτσι γράφει πίσω από την εικόνα “ Μαμά και μπαμπάς νέοι σε εκδρομή στην φύση”. Ο άνδρας το βλέπει και κοιτάζει το κορίτσι. Πάει να μιλήσει, μα δεν λέει τίποτα. Παίζει με το πρώτο κουμπί του πουκάμισού του.
Το κορίτσι τού χαμογελά.

– Φεύγω. Μην ανησυχείς. Θα έρθω να σου δείξω την φωτογραφία σου.

Το κορίτσι φεύγει τρέχοντας. Ο άνδρας πληκτρολογεί στο google “how to relate to a daughter that you never had?” . Λέει τη φράση και την επαναλαμβάνει μόνος του πολλές φορές.

αν δεν αγαπάς τα ρούχα σου, κάτι συνέβη σπίτι.

-ρόμπερτ φύγε από μπροστά μου.
– είναι νωρίς να πλύνω το αμάξι.
– είσαι ηλίθιος και λιώμα.
– δεν αντέχω να φοράω αυτό το πουκάμισο. Τα πουκάμισά μου δεν αρέσουν σε κανέναν.
-βγάλε λεφτά να πάρεις άλλα.
-σε παρακαλώ παράγγειλε μου ένα πουλόβερ, ένα πράσινο κυπαρισσί και δε θα σου ζητήσω τίποτα το σαββατοκύριακο. Θα μείνω μέσα και θα καθαρίσω τα φωτιστικά , θα βάλω και πλυντήρια.
– τα κάνω καλύτερα μόνη μου.
– είσαι σκληρή καμιά φορά. Δώσε μου κάτι.
– δε θέλω να είσαι όμορφος.
– φοράς τα καλύτερα ρούχα, απαλά , χρωματιστά και μάλλινα, ίσια διπλωμένα, ψεύτικα λες. Δώσε μου έστω ένα δικό σου φόρεμα.
-αυτό αποκλείεται. Δε γίνεται να εξηγώ συνέχεια. Ανήκεις στο σώμα σου και το σώμα σου στο σπίτι και το σπίτι σε μένα και γω θέλω να ντύνεσαι αγόρι κι άντρας και οι άντρες δε φορούν φορέματα.
– Η Τίζυ λέει πως είμαι κατοικίδιο , η Τίζυ λέει πως δεν είναι πια φίλη μου, η Τίζυ δε με φιλάει. Όλη μέρα με’χεις εδώ να περιφέρομαι και η μόνη χαρά που έχω είναι να τακτοποιώ την ντουλάπα. Οι μπλούζες πρώτο συρτάρι , τα παντελόνια διπλωμένα στις κρεμάστρες, τα εσώρουχα στη θήκη.
– ( χαιδεύεται πάνω απ’ το εσώρουχο) Ναι. Μου λείπουν τρία λευκά. Πες μου πού είναι;
– Διπλωμένα στη μέση και μετά γωνία με γωνία , πατημένα στο λάστιχο να χωρέσουν το ένα πάνω στο άλλο, να μην περισσεύει τίποτα. Το στρώμα σου είναι το πτώμα μου , αλλά έχω τα σεντόνια καθαρά.
– ( βγάζει τα ρούχα)τι όμορφος στο πρόσωπο…. Μόνο μελαγχολία
– δώσε μου…σε παρακαλώ
– δεν μπορείς να απαιτείς. συμφώνησες.
-( βγάζει το πουκάμισό του) είναι απαίσιο.
-σου έμαθα να ζεις μέσα στους ανθρώπους κι όχι ζώο κυνηγημένο που φοράει πέρλες ξημερώματα στις εθνικές και που πηδάει όποιον.
-μου είπες εδώ θα είνα ωραία ,θα είμαι εγώ , αλλά θα ζω όπως οι άλλοι. Αυτό το όπως οι άλλοι μου κόλλησε , έλεγα εγώ ναι μπορώ να πάω, μπορώ να ζήσω να φανώ όπως οι άλλοι…
-( παίρνει το πουκάμισο απ’ το πάτωμα το φοράει) κι αυτό σου έδωσα και θα πρεπε μέχρι το θάνατό σου να με ευχαριστείς.
– ποτέ. λάθος. όλα λάθος.
– εγώ σου βρήκα τη δουλειά.
– εκείνοι με μισούν.
– δες πόσο όμορφο δείχνει το πουκάμισο σε μένα.
– άσε με να πάω στην Τίζυ.
– ( τον πλησιάζει και βάζει το χέρι της μέσα από το παντέλόνι) ορίστε το λευκό μου εσώρουχο. Εσύ τα πήρες.
– μη, σε παρακαλώ.
– τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– η Τίζυ θα φύγει από την πόλη. Θα γυρίσω, στο υπόσχομαι. Θα είμαι πίσω για το μεσημεριανό.
-τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– σε παρακαλώ.
( Αυτή φέρνει μία καρέκλα κι ένα σχοινί. Ο Ρόμπερτ κάθεται. Κοιτάει την αυλή. Τον δένει σφιχτά. Απομακρύνεται. Τον κοιτά. Φεύγει από το δωμάτιο. Επιστρέφει σε λίγο κουβαλώντας μία λεκάνη βρεγμένα ρούχα. Τα πετάει πάνω του. Ο Ρόμπερτ τα μυρίζει.)
– Στη θέση τους στεγνά,σιδερωμένα, καθαρά. Φυσικά, αφού ξελυθείς. Έχεις τρεις ώρες περιθώριο.
– εντάξει. Είσαι καλή όμως εσύ και θα πας μετά στην Τίζυ να πω ένα γεια, να την αποχαιρετήσω.
– Ρόμπερτ είσαι ηλίθιος. Η Τίζυ έφυγε πριν πέντε χρόνια.
( Του πετάει ένα πακέτο χαρτομάντηλα και φεύγει. Ο Ρόμπερτ δαγκώνει με τα δόντια του το σχοινί.Δεν μπορεί να φτάσει τα χαρτομάντηλα. Έχουν πέσει στη λεκάνη. Σκουπίζει τη μύτη του σε ένα σεντόνι.)