αν δεν αγαπάς τα ρούχα σου, κάτι συνέβη σπίτι.

-ρόμπερτ φύγε από μπροστά μου.
– είναι νωρίς να πλύνω το αμάξι.
– είσαι ηλίθιος και λιώμα.
– δεν αντέχω να φοράω αυτό το πουκάμισο. Τα πουκάμισά μου δεν αρέσουν σε κανέναν.
-βγάλε λεφτά να πάρεις άλλα.
-σε παρακαλώ παράγγειλε μου ένα πουλόβερ, ένα πράσινο κυπαρισσί και δε θα σου ζητήσω τίποτα το σαββατοκύριακο. Θα μείνω μέσα και θα καθαρίσω τα φωτιστικά , θα βάλω και πλυντήρια.
– τα κάνω καλύτερα μόνη μου.
– είσαι σκληρή καμιά φορά. Δώσε μου κάτι.
– δε θέλω να είσαι όμορφος.
– φοράς τα καλύτερα ρούχα, απαλά , χρωματιστά και μάλλινα, ίσια διπλωμένα, ψεύτικα λες. Δώσε μου έστω ένα δικό σου φόρεμα.
-αυτό αποκλείεται. Δε γίνεται να εξηγώ συνέχεια. Ανήκεις στο σώμα σου και το σώμα σου στο σπίτι και το σπίτι σε μένα και γω θέλω να ντύνεσαι αγόρι κι άντρας και οι άντρες δε φορούν φορέματα.
– Η Τίζυ λέει πως είμαι κατοικίδιο , η Τίζυ λέει πως δεν είναι πια φίλη μου, η Τίζυ δε με φιλάει. Όλη μέρα με’χεις εδώ να περιφέρομαι και η μόνη χαρά που έχω είναι να τακτοποιώ την ντουλάπα. Οι μπλούζες πρώτο συρτάρι , τα παντελόνια διπλωμένα στις κρεμάστρες, τα εσώρουχα στη θήκη.
– ( χαιδεύεται πάνω απ’ το εσώρουχο) Ναι. Μου λείπουν τρία λευκά. Πες μου πού είναι;
– Διπλωμένα στη μέση και μετά γωνία με γωνία , πατημένα στο λάστιχο να χωρέσουν το ένα πάνω στο άλλο, να μην περισσεύει τίποτα. Το στρώμα σου είναι το πτώμα μου , αλλά έχω τα σεντόνια καθαρά.
– ( βγάζει τα ρούχα)τι όμορφος στο πρόσωπο…. Μόνο μελαγχολία
– δώσε μου…σε παρακαλώ
– δεν μπορείς να απαιτείς. συμφώνησες.
-( βγάζει το πουκάμισό του) είναι απαίσιο.
-σου έμαθα να ζεις μέσα στους ανθρώπους κι όχι ζώο κυνηγημένο που φοράει πέρλες ξημερώματα στις εθνικές και που πηδάει όποιον.
-μου είπες εδώ θα είνα ωραία ,θα είμαι εγώ , αλλά θα ζω όπως οι άλλοι. Αυτό το όπως οι άλλοι μου κόλλησε , έλεγα εγώ ναι μπορώ να πάω, μπορώ να ζήσω να φανώ όπως οι άλλοι…
-( παίρνει το πουκάμισο απ’ το πάτωμα το φοράει) κι αυτό σου έδωσα και θα πρεπε μέχρι το θάνατό σου να με ευχαριστείς.
– ποτέ. λάθος. όλα λάθος.
– εγώ σου βρήκα τη δουλειά.
– εκείνοι με μισούν.
– δες πόσο όμορφο δείχνει το πουκάμισο σε μένα.
– άσε με να πάω στην Τίζυ.
– ( τον πλησιάζει και βάζει το χέρι της μέσα από το παντέλόνι) ορίστε το λευκό μου εσώρουχο. Εσύ τα πήρες.
– μη, σε παρακαλώ.
– τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– η Τίζυ θα φύγει από την πόλη. Θα γυρίσω, στο υπόσχομαι. Θα είμαι πίσω για το μεσημεριανό.
-τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– σε παρακαλώ.
( Αυτή φέρνει μία καρέκλα κι ένα σχοινί. Ο Ρόμπερτ κάθεται. Κοιτάει την αυλή. Τον δένει σφιχτά. Απομακρύνεται. Τον κοιτά. Φεύγει από το δωμάτιο. Επιστρέφει σε λίγο κουβαλώντας μία λεκάνη βρεγμένα ρούχα. Τα πετάει πάνω του. Ο Ρόμπερτ τα μυρίζει.)
– Στη θέση τους στεγνά,σιδερωμένα, καθαρά. Φυσικά, αφού ξελυθείς. Έχεις τρεις ώρες περιθώριο.
– εντάξει. Είσαι καλή όμως εσύ και θα πας μετά στην Τίζυ να πω ένα γεια, να την αποχαιρετήσω.
– Ρόμπερτ είσαι ηλίθιος. Η Τίζυ έφυγε πριν πέντε χρόνια.
( Του πετάει ένα πακέτο χαρτομάντηλα και φεύγει. Ο Ρόμπερτ δαγκώνει με τα δόντια του το σχοινί.Δεν μπορεί να φτάσει τα χαρτομάντηλα. Έχουν πέσει στη λεκάνη. Σκουπίζει τη μύτη του σε ένα σεντόνι.)

ρομαντική λήψη

τι ήθελα να δω όταν αυτή η γυναίκα έβγαζε την μπλούζα της; Καταλάβαινα πως είχε ανάγκη να φτιάξει το βλέμμα μου.
Πώς είμαι για να τη δω;Στο σχολείο ήταν νωρίς να νιώσουμε.Ο έλεγχος έμπαινε σκουπιδάκι στο μάτι και γινόταν ομορφιά. Εκείνη η φωτογραφία στο τετράδιο εργασιών, μία πρώτη συνάντηση με τον καθρέφτη. Τα πράγματα αντιστέκονται ,οι σκαντζόχοιροι ευχαριστούν το μαλακό μέρος της κοιλιάς. Και η γυναίκα επιθυμεί να βγει φωτογραφία οδηγώντας Λέξους στην εθνική. Της έχει μείνει το πρώτο στήθος.