Budapest / Bratislava / Praha / Bacardi cola

Δύο θέσεις που έχουν τον μπλε κύκλο, θέσεις για άτομα χρήζοντα βοήθειας.
Ένα ζευγάρι γύρω στα εξήντα με ρούχα πιασμένα στο δέρμα τους, ένα δερμάτινο με λευκές ραφές για εκείνον, ροζ μπότες Dolly Parton για εκείνη.
– Θα πάμε στον Τρίλοφο / εγώ λέω / έλα να πάμε μωρέ / δεν ξέρω / δεν θες; / Στον Τρίλοφο;/ με ποιο λεωφορείο;/ Θα βγούμε εκεί θα πάμε για ποτό / εσύ να πιεις ποτό / εγώ δεν μπορώ / έλα μωρό ένα ποτάκι/ λεμονάδα / πώς το λέγανε εκείνο; / Με τίποτα / ένα γλυκό / Bacardi cola / το έπινες σε εκείνο το μπαράκι / μην με πιέζεις / σου άρεσε / που κατεβαίνουμε; / κούκλα μου πάμε λέω
Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, μαλλιά της Βισουάβα Σιμπόρσκα. Είχε η Βισουάβα Σιμπόρσκα κόκκινα μαλλιά ή πάλι φαντάζεσαι; Λέω πως είχε, άρα είναι αλήθεια. Από το 1967 έως το 1973 η Βισουάβα Σιμπόρσκα είχε κόκκινα μαλλιά. Μικρή πίστευα πως κόκκινα μαλλιά έχουν μόνο οι γιαγιάδες που πολέμησαν στο ΕΑΜ , έχουν το μαλλί μνήμη και βάφονται στο κομμωτήριο της Φωτεινής που είναι κομμωτήριο και σαλόνι, εκεί που έβαφε η γιαγιά τα δικά της μαλλιά με ένα κραγιόν, καστανό σκούρο που χρυσίζει.
Το ζευγάρι σφίγγει τα χέρια του και ο ένας λέει μωρό μου και η άλλη λέει μην με πιέζεις και ο ένας φορά την μάσκα κάτω απ’ τη μύτη και η άλλη λέει πως δεν θέλει να πάει στον Τρίλοφο και εκείνος την κοιτά και σαλιώνει το πέτο του δερμάτινου και εκείνη λέει ότι από τότε που έκοψα το ποτό σε αγαπώ περισσότερο ή δεν το λέει αλλά θα ήθελε να το πει, να της βγει απ’ την σπηλιά πίσω απ’ την γλώσσα, αλλά όχι και αντ’ αυτού λέει εδώ κατεβαίνουμε πλατεία Αριστοτέλους και σηκώνονται μαζί και σπρώχνουν ένα πλήθος από εικοσάχρονα που βγαίνουν για καφέ, λύνουν ασκήσεις φυσικής, βλέπουν ταινίες, κάνουν τέχνη, χαμογελούν και έχουν αντοχές στο αλκοόλ, στις ουσίες και το σεξ και σίγουρα κανένα δεν πίνει Bacardi cola που είναι γλυκό και κάνει τον λαιμό σου να καίγεται και όταν ξερνάς σου μένει στα δόντια μια γεύση καμένης ζάχαρης και τομάτας.
Αυτοί κατεβαίνουν και λίγο σέρνονται, ο χρόνος δεν τους φέρθηκε καλά και η τάξη τους γάμησε το βάδισμα, την πλάτη, την ισορροπία.
Λέω πως πηγαίνουν στον Τρίλοφο και μένουν από 27 έως 29 Οκτωβρίου. Πίνει Bacardi cola και αυτός δύο δωδεκάδες μπύρες, τρώνε πατάτες και παίρνουν τηλέφωνο τα αδέρφια τους που ζούνε στην Κατερίνη. Μετά εκείνη πρέπει να γυρίσει στη δουλειά και εκείνος λέει εντάξει, καθώς κοιμάται.
Οι ροζ μπότες της είναι έξω από την πόρτα του διαμερίσματος. Έχουν νερό μέσα, μυρίζουν.
Κατεβαίνω στα τραίνα και έξω από τα τραίνα υπάρχουν λεωφορεία, γεγονός παράδοξο. Ο χώρος σε βεβαιώνει για την ικανότητα της μεταφοράς. Αν δεν θέλεις τραίνο πάρε λεωφορείο, αν το λεωφορείο σε πάει μακριά, πάρε αστικό και το Ωραιόκαστρο είναι ένας ξένος τόπος.
Bratislava Budapest Praha μία πινακίδα εμπειρίες. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά μπορεί να πάρει το λεωφορείο μέχρι την Μπρατισλάβα να μην πάει στον Τρίλοφο, να πιει έναν καφέ στο καφέ Βλαντιμίρ και να κερδίσει το σώμα της με ένα foam roller απ’ τα tiger. Μετά να μείνει, να χαρεί το κρύο, να περπατήσει ίσια και να βρει ένα νέο κεφάλι για το σώμα της. Ένα κεφάλι ακουμπισμένο στην άκρη του δρόμου, έτοιμο για αυτές που το έχουν ανάγκη.
Αν φυσικά έχει λεφτά για τις αλλαγές και τα χιλιόμετρα.
Το χρήμα ανήκει στους χρήστες του.
Εκείνος μένει μόνος με το δερμάτινο στην κρεμάστρα. Φορά μία βρογχίτιδα στο κρεβάτι.
Εκείνη διαβάζει το ποίημα της Βισουάβα γάτα σε άδειο δωμάτιο. Πηδάει λέξεις, την πονούν τα μάτια.
Φορά το κεφάλι της και μένει εκεί.
Φτάνω νύχτα στο μέρος που είχα ξεκινήσει να πάω. Ας μείνουμε εδώ, προς το παρόν, λέω.

Όταν είμαι ξαπλωμένη σε ένα ύφασμα

μαύρο αυτό και γω πορτοκαλί παρέμεινα όσο κρατάει ένα στρώμα το σώμα μου και το σώμα μου γίνεται σκληρό και άκαμπτο από τον ύπνο. Πήγα και ήρθα στον αδερφό του θανάτου και έχω πάνω μου λευκά βρύα στην κουζίνα που έχει γίνει ένας κήπος λουλούδια μαραμένα και χώματα μέσα σε μπολ, βιβλία, υφάσματα. Είναι άραγε αυτός ο τόπος γέννησής μου; Ξαπλώνω και ακούω και αυτά που ζούνε σέρνονται μέχρι την πόρτα, ακολουθεί τον δρόμο η καρδιά μου, σέρνει την πέτρα και τσακίζει αρθρόποδα στο διάβα της. Όταν ξαπλώνω μυρίζω αίμα στο ύφασμα που πάνω του είμαι και τεντώνω την σπονδυλική στήλη και η καρδιά μου ανοίγει και από το άνοιγμα βγαίνω σπόρος με ένα ελάχιστο πρόσωπο σε κάτοπτρο που θέλει φως και αλλάζει τον κήπο σε θάλασσα και πλημμυρίζει τα αντικείμενα βαθιά σε αρχαίο ύπνο.