σαπουνοποιείο δύο ή η χρονιά του ξύλινου δράκου

Μπορώ να αφηγηθώ από το τέλος προς την αρχή μια σειρά από σπασμένες εικόνες που ενώνονται με το μίτο που κρατούν οι φίλες μου και μπλέκουν τα σώματα και τον λόγο που εξουδετερώνεται.

Μια γλώσσα που δεν έχει ανάφορα και επανεφευρίσκεται ακριβώς τώρα, τη στιγμή που το φως πέφτει από τη γυάλινη οροφή και εκείνη πλησιάζει καλυμμένη το μαντήλι της, ένα δεύτερο φουσκωτό κεφάλι γύρω από το περίγραμμα που καθιστά ένα πρόσωπο μοναδικό και αναγνωρίσιμο.

Τα ποτάμια έχουν ευμετάβλητα όρια ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερά όρια. Ακόμα κι όταν παχαίνουν ή αδυνατίζουν, ακόμα και όταν γέρνουν οι γραμμές στην πίστα, ακόμα και όταν αγκαλιάζουν ή απομακρύνονται, τα όριά τους είναι παρόντα υπενθυμίζοντας οργανικά την πίστη που έχει καθεμιά στην κοιλιά της, στο μικρό αβγό που κρατά την ενέργεια.

Ο ξύλινος δράκος εμφανίζεται στο άνοιγμα της σιδερένιας πόρτας. Όταν μας κλείνει απέξω πρέπει να κάνουμε τον κύκλο για να μπούμε και να διασχίσουμε το διάδρομο με τα υπολείμματα ενός εργοστασίου που έκλεισε ξαφνικά Τετάρτη απόγευμα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Είναι ένα παιχνίδι που στήνει για εμάς που μπορούμε να τον δούμε και να γελάσουμε που μοιάζει τόσο με παιδικό παιχνίδι, ενώ είναι πραγματικός δράκος με δόντια και φωτιές, ιπτάμενος.

Το κόκκινο ύφασμα που φορά η Ν. και το σηκώνει. Μπαίνω από κάτω και ψιθυρίζω ραδιοφωνικά μηνύματα αγάπης για αυτή που εγκαταλείπει την πόλη, καθώς έφτασε η στιγμή που μάθαμε μόνες να ιππεύουμε άλογα και να τρέχουμε ανάμεσα στους θάμνους και στα κλαδιά χωρίς να σκίζουμε το πετσί μας επικίνδυνα.

Δύο γυναίκες που μένουν σε άλλες χώρες και ερωτεύονται. Ένας χορός που παίρνει τα πόδια και τα γυρνάει στον ουρανό και αυτά στροβιλίζονται σε γυάλινα γοβάκια και χριστουγεννιάτικες κάλτσες καλλιεργώντας μια ποικιλία εξωτικών φυτών που θα ζήσουν για δώδεκα ώρες στην υφή της ήβης που ιδρώνει.

Το νερό εξατμίζεται στους πόρους και αναστροφοδοτεί τον υδροφόρο ορίζοντα. Πώς μαζεύουν κλάματα τα σύννεφα; Και στο κρατς κρατς των δαχτύλων η Γιάχια ανοίγει το σπιρτόκουτο. Τα αρχαία έντομα μπαίνουν στα μάτια μου και επιτέλους μου χαρίζουν την ολοκληρωτική τύφλωση που δεν τρομάζει. Ταξινομώ τον κόσμο από την πρώτη μέρα, χωρίς κανένα όνομα.

Για τα επόμενα νούμερα μένουν στην σκηνή οι ταχυδακτυλουργοί. Βγάζουν γόνατα, κουνέλια, μουσικές. Τα χωράνε στα παπούτσια τους. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται με ευκολία. Ο δράκος μού νεύει να βγω στην πρωινή δροσιά. Στο βανάκι κοιμούνται γυναίκες με γαλάζια λουλούδια και ορειβατικά παπούτσια. Έχουν σγουρά μαλλιά και κρατούν το ίδιο βιβλίο. Δεν μπορώ να διαβάσω τον τίτλο. Ξεχάστηκα.

Πίσω μου το αυτοκίνητο έχει τις πόρτες ανοιχτές. Ένας άνθρωπος απλώνει τα πόδια στο καντράν. Για εφτά ώρες τα απλωμένα του πόδια δείχνουν την ταχύτητα που αποκτά η ερωτική επαφή όταν εμβολίζεται σε κινούμενο σώμα που ισορροπεί περιοδικά σε χρόνους ασύμπτωτους.

Η Λίντα Γκίγκα σέρνει τα λιοντάρια της στο μονοπάτι. Νεογέννητα με μπιμπερό τα καλεί να προχωρήσουν. Φορά δερμάτινα γάντια και κολάρο. Έχει κάνει περμανάντ και το άρμα πίσω της οδηγεί η κομμώτρια. Με ένα σετ βελούδινες φόρμες τρέχει προς την είδοσο. Μιλά ακατάπαυστα και λέει: πρόλαβα / δεν πρόλαβα; / είχα δουλειά / κοιμόμουν / μάζευα φασκόμηλο / χτένιζα πριγκίπισσες / έκοψα τα μαλλιά σου – δείχνει όλο το μήκος μου στο χαλινάρι, ένα κάμμενο κόκκινο – άφησα την Λεωνόρα στον νιπτήρα / ας θυμηθεί / να κάνει χρήση του αυχένα της / βγαίνουμε στο επόμενο ηχοτοπίο / μετά τις νεκροκεφαλές / κοίτα τη μέρα ζωοδότρα / πρώτη του χρόνου / να χαρείς / ανάγγειλέ μας / και τα μικρά αυτά θα συμμαζέψουν ό,τι έπεσε / στη λίμνη μπλουμ / βυθίστηκε / θα βρούνε τα ψάρια που τα έφαγαν / και να ορίστε / στόμα έτοιμο / σε προθήκη / οι μνήμες σου / να ταΐστείς / χαρές, μανίες, δράματα / να σκάσεις μετά / να κουραστείς ανώφελα / να δώσεις