αγαπημένες μου
βλέπω σκοτάδι και φως, φως και σκοτάδι, όταν κατεβαίνω με το ασανσέρ, στις ευθείες που φτιάχνονται ανάμεσα στην πόρτα και στον διάδρομο των ορόφων που αφήνονται πίσω μου, ίδιοι με τις αλλαγές των εποχών. Περνάω τόσο κοντά αλλά ποτέ δεν είμαι μαζί τους. Οι άνθρωποι γυρνάνε στη θέση τους κι εγώ δεν προλαβαίνω να τους μιλήσω ή έστω να γράψω μία φράση στο χαρτάκι που έχουν ξεχασμένο στην πίσω τσέπη, στο μπουφάν. Συναντιόμαστε, μα οι εξελίξεις είναι τόσο επείγουσες που δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι νιώθουν πέρα από την αγωνία να προβλεφθεί ένα μέλλον γεμάτο τρύπες και καινούρια μέιλ. Όταν μοιραζόμαστε ένα μπισκότο, όταν τοποθετούμε την καρέκλα μας δίπλα στην άλλη, όταν αγαπάμε μία τρίχα που πέφτει στο πρόσωπο και το χωρίζει στη μέση, τότε φως και σκοτάδι, σκοτάδι και φως. Υπάρχει μία γραμμή του κόσμου που θα παραμείνει για πάντα άγνωστη. Ένα στοιχείο που δεν θα συμπληρωθεί στην εικόνα που αντιγράφουν τα μάτια μου. Οι άνθρωποι προχωράνε μπροστά από το κείμενο και ο χρόνος μου αρκεί μόνο για να καταγράψω το μήκος των παντελονιών τους και την τελευταία συγκινητική τους εμπειρία. Ίσως να είναι αρκετό, ίσως όμως και να επιστρέφει σε μένα μία αίσθηση. Η μητέρα μου προχωρά μέσα στο πλήθος και εγώ δεν την βλέπω πια. Τώρα είμαι ανίκανη να μιλήσω, να περπατήσω, να απολαύσω τον χρόνο που με μεγαλώνει. Δεν είμαι παιδί, δεν είμαι ενήλικη και τα χέρια μου τρίβονται στα παπλώματα και στις λέξεις που συνοδεύουν το σκοτάδι και το φως, το φως και το σκοτάδι. Ξεκίνησα να σας μιλάω γιατί φαντάστηκα μία νύχτα, όπου θα πω καθετί που σκέφτομαι και θα με αγαπήσετε χωρίς κανένα φόβο. Τώρα νιώθω πως αυτή η φαντασίωση απομακρύνεται από την καρδιά μου και ζητά έξοδο μέσα στον ύπνο. Ο χρόνος είναι τόσο γρήγορος που όταν του λέω «σταμάτα», εκείνος αφαιρεί τα χέρια μου. Τα χέρια μου υπάρχουν ως ανάμνηση, ως το κομμάτι εκείνο που εξέχει από το σώμα αποζητώντας να ξαναζήσει την πρώτη αγκαλιά, από την αρχή μέχρι το τέλος της κοινωνίας, για πάντα.