είναι τριάντα τριών και έχει μια κόρη τεσσάρων που έχει πάρει από τον ήλιο και έχει φέρει στον ήλιο, στην Αθήνα με τη γιαγιά της διακοπές και «κοίτα» λέει « κοίτα μου έκοψαν ένα κομμάτι τατουάζ στην καισαρική και πρέπει να το φτιάξω. « Εσύ, εσύ κι εσύ φαίνεσαι για θέατρο.» Εσύ δηλαδή τι δουλειά θα κάνεις; Λέει και μας δείχνει τη σόλα από το τακούνι της που έχει μέσα κίτρινες μπάλες αφρολέξ. «Εγώ» απαντά « Θα δουλεύω σε εργαστήριο με άσπρη ποδιά, επιστήμονας.» Και εκείνη βγάζει την κάρτα και πίνει και μας λέει πως αυτά τα παπούτσια που είναι παντόφλες σε κάνουν να πέφτεις όταν περπατάς και το δικό της σώμα είναι δικό της όταν ισορροπεί και χορεύει. Ύστερα, σκύβει και ψιθυρίζει και από το κεφάλι της Διώνης φεύγει μια μέλισσα και από το λαιμό της Αιμιλίας μια αλεπού και απ’ της Ναντίνας ένας κόνδορας. Ρίχνονται στο μπλε φως και το πλήθος παθαίνει επιληψία κάτω από την έναστρη οροφή με τις γυναίκες αγγέλους που η μία συστρέφεται ανάμεσά της, εκεί που ξεκινάει το μουνί και η ξαπλωμένη μάς κοιτά με το μισό χαμόγελο της κόρης με τα κόκκινα παπούτσια που πια έχουν ξεβάψει και μόνο στην ταμπέλα καταλαβαίνεις πως αυτό που φανταζόμαστε ως χρώμα είναι το λευκό που απορροφά. Η άγγελος έχει ένα φρύδι λεπτό σε τόξο και εκείνη που της λείπει ένα κομμάτι της εικόνας που φέρει στο σώμα αλλάζει το σταύρωμα των ποδιών, λέει « η Χαλκιδική / τα κορίτσια / το σφίξιμο / τρία μέτρα κεράσια / πρόβες / εναλλάξ / εδώ για τώρα / δεν είμαι παντρεμένη / τουαλέτες / πίπες / λεοπάρ / περνάτε ωραία; / σε θυμάμαι / εσύ χορεύτρια / Παγκράτι / παλιά ταινίες / δεν ξέρουν / μετά στην πίστα / δαντέλες / Big in Japan / άντρες / στην άκρη της πόλης / στη σειρά / φτιάξιμο / πουκάμισα πριβέ / εξωτικό / το πρωί ο ύπνος». Παρατηρώ τη θέση των νεφρών της , καθώς πηγαίνει να κατουρήσει και σκέφτομαι, πως αυτά χαλούν στο σώμα του Γ.Μ. και πέφτει το ένα όργανο μέσα στο άλλο και πως υπάρχει η ιατρική γνωμάτευση για την κατάσταση της υγείας του μετά από εξήντα οχτώ ημέρες απεργίας πείνας και ένα πλήθος που ζητά να αφεθεί ελεύθερος, εδώ και τώρα, στο πρώτο φως.