για όλες τις φίλες
στο βουνό
είμαστε εκείνες με τα τέσσερα στήθη. Κάθε φορά που κοιτάω γινόμαστε πιο όμορφες, πιο σκληρές. Το βλέμμα έχει τα τέλη του, εκτός κι αν βλέπει κάτι που δεν υπάρχει. Τότε το βλέμμα είναι η αφορμή, το παιδί που μεγαλώνει ως ιδέα.
περπατάω από μακριά. Είναι ξαπλωμένη και μπροστά της η Ν. απλώνει την κάπα της. Στα γοτθικά μυθιστορήματα κρύβεται ένα τέρας που περιμένει να μεταμορφωθεί. Μαθαίνει να αγαπά το σώμα που οι άλλοι κατασκεύασαν για αυτό. Εμείς κατασκευάζουμε το σώμα μας σπρώχνοντας τα χέρια προς τον ουρανό μέχρι να βγει ο ήλιος και να προσφέρουμε ένα φίλημα στον ώμο της, μέσα στο φως.
υπάρχει το σύνολο και υπάρχει η κοινή χρήση των αγαθών. «αυτό δεν είναι δικό μου, αυτή δεν είναι δική, αυτά δεν μας ανήκουν» λες και μοιραζόμαστε στις καρέκλες που είναι στημένες στην άκρη. Με πόση υπομονή μας περιμένουν, με πόση δύναμη μένουν σταθερές στο χώμα και το κεφάλι μας αφήνεται να πέσει ή να ανυψωθεί σε μια δίφυλλη πόρτα.
«μην φύγεις / μην με πλησιάσεις.» και είναι δύο μετατοπισμένες φράσεις της ανάγκης σου. Να γίνεσαι όσο ψάχνεις το νερό και χορεύεις χαμηλά. Ανοίγει η γη και δεν σε καταπίνει, παραμένεις στην επιφάνεια των προσώπων, στις διπλές χαρακιές των ζυγωματικών.
είναι αυτή που φορά χακί παντελόνι και άσπρη μπλούζα ή μαύρο παντελόνι και μπλούζα με γαλάζια κύματα. Φορά και βγάζει, βγάζει και χαρίζει και ύστερα παίρνει πίσω και ζητά , περιμένει να αγγίξει το ύφασμα, το μέρος που έμεινε γυμνό. Ιδωμένο από τα κάτω σχηματίζει μια κυκλική πολιτεία όπου σκαθάρια περπατούν ανάποδα και δεν πεθαίνουν. Τα πόδια τους ψηλά και η πλάτη στο δέρμα ανοίγει ρυάκια με μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μου που ρίχνει φύλλα και ψιχάλες του τελευταίου καλοκαιριού.
η Τ. , η Λ., η Α., η Ε. , η Ε. , η άλλη Ε., όλες γράμματα από το αλφάβητο που αρνούμαστε να χρησιμοποιήσουμε. Μέσα στη σιωπή επεξεργαζόμαστε τις μεταφορές που μυρίζουμε στον αέρα. Στη συνέχεια πουλιά και οι σκηνές μας σπίτια για το κρύο και την ζέστη. Τυλιγόμαστε στις κουβέρτες που φέραμε από το Βερολίνο.
το Βερολίνο στο βουνό είναι ένα σημείο. Έχει το ίδιο βάρος με αυτό του μυρμηγκιού που έχει μπει στον ύπνο μας και δεν μας αφήνει να χάσουμε τα μάτια στα σκοτάδια. Πάνω και κάτω η όραση προσδοκά εσωτερικά να βγάλει και να χωρέσει σε ένα αντικείμενο.
ένα κλαδί, ένα μπουκαλάκι , μια κατσαρόλα με νουντλς και στα περιεχόμενα τα καθαρά αισθήματα τρώνε και μεγαλώνουν. Επιστρέφουμε πάλι στην ανατροφή των παιδιών.
από κάτω μας υπάρχουν πέτρες και μέσα στις πέτρες προϊστορικά ζώα κοιμούνται την επιστροφή τους στον πλανήτη. Θα εμφανιστούν μέσα από την τέντα του τσίρκου που ορίζει την είσοδο και την έξοδο της σκηνής.
οι πιο θαρραλέες, οι φίλες μου, σκορπίζουν τα δάκρυα σαν καραμέλες και παίζουν με τα παιχνίδια που ξεχάστηκαν σε δωμάτια βαμμένα ροζ μέχρι τα δεκαπέντε και ύστερα, μαύρα, πίσσα στην απουσία των παλιών μας συντρόφων που άδειασαν και έμειναν μορφές στην άκρη του δάσους.