να αποσυρθούμε η μία από την άλλη και στο φόρεμά της καραβάκια και σημαίες, αυτή η γυναίκα που περιμένει μαζί μας, μιλά με λέξεις που ακούγονται σαν να ξέφυγαν από τη γλώσσα. Αναφέρεται σε μια παλιά ιστορία. Μιλά όπως κάποτε δεν μίλησε και έσκασε και μπήκε το μολύβι απ’την κασετίνα μέσα και την τρύπησε. Στις αφηγηματικές ταινίες υπάρχει ένα πλάνο με μικρούς ανθρώπους που φωνάζουν σε μια πλατεία. Δεν ακούμε τι λένε και εκείνοι είναι τόσο κοντοί σαν τους πρώτους χόμο σάπιενς, ένα και πενήντα. Το πλάνο αυτό γυρίστηκε με δυσκολία. Κόλλησαν την κάμερα στο ζέπελιν.
Είμαστε δίπλα. Κάνω δύο βήματα πίσω και μόλις που σε βλέπω με την άκρη του ματιού μου. Το να σε δω ολόκληρη μού προκαλεί πόνο. Πονάω όταν σε κοιτώ, γιατί ξεχνάω, ξεχνάω τι προηγήθηκε και τι ακολουθεί. Είμαι ξεχειλισμένη απ’ το παρόν και το παρόν είναι εσύ να βιάζεσαι να δείξεις πως είμαστε καλά. Κλαίω συχνά και το πρόσωπό μου είναι μάσκα. Είμαι ψυχρή. Είμαι το έτοιμο θήραμά σου. Ανοίγω το στόμα μου και με κατασπαράζεις. Ύστερα λες ” έτσι πρέπει.”
Χαρτάκια μάζεψα, καπνούς, αναπτήρες, κουτιά ντελίβερι, μπισκότα σκύλων, αθλητικά και μαξιλάρια. Η μεγάλη γυναίκα σκύβει στη μικρή γυναίκα και παίρνει το σάλιο που στάζει με πανί. Για μερικά δευτερόλεπτα το σάλιο στάζει στον αέρα και είναι το κουκούλι της κάμπιας. Η μικρή γυναίκα που είναι μεγάλη κι αυτή, αλλά οι τρόποι της είναι παιδικοί, καθώς δεν υπακούν τα χέρια, τα πόδια, τα στραβά της μάτια, είναι η γυναίκα πεταλούδα στο τσίρκο Μορένο 1928.
“Και τι να κάνω αν εσύ έχεις στεκούμενα νερά; πώς να πάρω αυτό που μου αξίζει, ενώ εσύ μαζεύεις τα κλαδιά σου για το δεντρόσπιτο στο δάσος;” είμαστε στην τρίτη πράξη ενός έργου που αρχίζει και τελειώνει με τις ίδιες φράσεις
“είμαι ερωτευμένη μαζί σου – δεν ξέρω”.
Η γυναίκα που μιλά και δεν καταλαβαίνουμε στρέφει την προσοχή της σε έναν ηλικιωμένο. Το καπελάκι της με το φουρφούρι γυρνά. Είναι ξανθιά. Τον ρωτά πότε θα πεθάνει και η ίδια απαντά “σύντομα”. Το φόρεμά της είναι δώρο γενεθλίων.