σαπουνοποιείο δύο ή η χρονιά του ξύλινου δράκου

Μπορώ να αφηγηθώ από το τέλος προς την αρχή μια σειρά από σπασμένες εικόνες που ενώνονται με το μίτο που κρατούν οι φίλες μου και μπλέκουν τα σώματα και τον λόγο που εξουδετερώνεται.

Μια γλώσσα που δεν έχει ανάφορα και επανεφευρίσκεται ακριβώς τώρα, τη στιγμή που το φως πέφτει από τη γυάλινη οροφή και εκείνη πλησιάζει καλυμμένη το μαντήλι της, ένα δεύτερο φουσκωτό κεφάλι γύρω από το περίγραμμα που καθιστά ένα πρόσωπο μοναδικό και αναγνωρίσιμο.

Τα ποτάμια έχουν ευμετάβλητα όρια ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερά όρια. Ακόμα κι όταν παχαίνουν ή αδυνατίζουν, ακόμα και όταν γέρνουν οι γραμμές στην πίστα, ακόμα και όταν αγκαλιάζουν ή απομακρύνονται, τα όριά τους είναι παρόντα υπενθυμίζοντας οργανικά την πίστη που έχει καθεμιά στην κοιλιά της, στο μικρό αβγό που κρατά την ενέργεια.

Ο ξύλινος δράκος εμφανίζεται στο άνοιγμα της σιδερένιας πόρτας. Όταν μας κλείνει απέξω πρέπει να κάνουμε τον κύκλο για να μπούμε και να διασχίσουμε το διάδρομο με τα υπολείμματα ενός εργοστασίου που έκλεισε ξαφνικά Τετάρτη απόγευμα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Είναι ένα παιχνίδι που στήνει για εμάς που μπορούμε να τον δούμε και να γελάσουμε που μοιάζει τόσο με παιδικό παιχνίδι, ενώ είναι πραγματικός δράκος με δόντια και φωτιές, ιπτάμενος.

Το κόκκινο ύφασμα που φορά η Ν. και το σηκώνει. Μπαίνω από κάτω και ψιθυρίζω ραδιοφωνικά μηνύματα αγάπης για αυτή που εγκαταλείπει την πόλη, καθώς έφτασε η στιγμή που μάθαμε μόνες να ιππεύουμε άλογα και να τρέχουμε ανάμεσα στους θάμνους και στα κλαδιά χωρίς να σκίζουμε το πετσί μας επικίνδυνα.

Δύο γυναίκες που μένουν σε άλλες χώρες και ερωτεύονται. Ένας χορός που παίρνει τα πόδια και τα γυρνάει στον ουρανό και αυτά στροβιλίζονται σε γυάλινα γοβάκια και χριστουγεννιάτικες κάλτσες καλλιεργώντας μια ποικιλία εξωτικών φυτών που θα ζήσουν για δώδεκα ώρες στην υφή της ήβης που ιδρώνει.

Το νερό εξατμίζεται στους πόρους και αναστροφοδοτεί τον υδροφόρο ορίζοντα. Πώς μαζεύουν κλάματα τα σύννεφα; Και στο κρατς κρατς των δαχτύλων η Γιάχια ανοίγει το σπιρτόκουτο. Τα αρχαία έντομα μπαίνουν στα μάτια μου και επιτέλους μου χαρίζουν την ολοκληρωτική τύφλωση που δεν τρομάζει. Ταξινομώ τον κόσμο από την πρώτη μέρα, χωρίς κανένα όνομα.

Για τα επόμενα νούμερα μένουν στην σκηνή οι ταχυδακτυλουργοί. Βγάζουν γόνατα, κουνέλια, μουσικές. Τα χωράνε στα παπούτσια τους. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται με ευκολία. Ο δράκος μού νεύει να βγω στην πρωινή δροσιά. Στο βανάκι κοιμούνται γυναίκες με γαλάζια λουλούδια και ορειβατικά παπούτσια. Έχουν σγουρά μαλλιά και κρατούν το ίδιο βιβλίο. Δεν μπορώ να διαβάσω τον τίτλο. Ξεχάστηκα.

Πίσω μου το αυτοκίνητο έχει τις πόρτες ανοιχτές. Ένας άνθρωπος απλώνει τα πόδια στο καντράν. Για εφτά ώρες τα απλωμένα του πόδια δείχνουν την ταχύτητα που αποκτά η ερωτική επαφή όταν εμβολίζεται σε κινούμενο σώμα που ισορροπεί περιοδικά σε χρόνους ασύμπτωτους.

Η Λίντα Γκίγκα σέρνει τα λιοντάρια της στο μονοπάτι. Νεογέννητα με μπιμπερό τα καλεί να προχωρήσουν. Φορά δερμάτινα γάντια και κολάρο. Έχει κάνει περμανάντ και το άρμα πίσω της οδηγεί η κομμώτρια. Με ένα σετ βελούδινες φόρμες τρέχει προς την είδοσο. Μιλά ακατάπαυστα και λέει: πρόλαβα / δεν πρόλαβα; / είχα δουλειά / κοιμόμουν / μάζευα φασκόμηλο / χτένιζα πριγκίπισσες / έκοψα τα μαλλιά σου – δείχνει όλο το μήκος μου στο χαλινάρι, ένα κάμμενο κόκκινο – άφησα την Λεωνόρα στον νιπτήρα / ας θυμηθεί / να κάνει χρήση του αυχένα της / βγαίνουμε στο επόμενο ηχοτοπίο / μετά τις νεκροκεφαλές / κοίτα τη μέρα ζωοδότρα / πρώτη του χρόνου / να χαρείς / ανάγγειλέ μας / και τα μικρά αυτά θα συμμαζέψουν ό,τι έπεσε / στη λίμνη μπλουμ / βυθίστηκε / θα βρούνε τα ψάρια που τα έφαγαν / και να ορίστε / στόμα έτοιμο / σε προθήκη / οι μνήμες σου / να ταΐστείς / χαρές, μανίες, δράματα / να σκάσεις μετά / να κουραστείς ανώφελα / να δώσεις

γυναίκα με καραβάκια

να αποσυρθούμε η μία από την άλλη και στο φόρεμά της καραβάκια και σημαίες, αυτή η γυναίκα που περιμένει μαζί μας, μιλά με λέξεις που ακούγονται σαν να ξέφυγαν από τη γλώσσα. Αναφέρεται σε μια παλιά ιστορία. Μιλά όπως κάποτε δεν μίλησε και έσκασε και μπήκε το μολύβι απ’την κασετίνα μέσα και την τρύπησε. Στις αφηγηματικές ταινίες υπάρχει ένα πλάνο με μικρούς ανθρώπους που φωνάζουν σε μια πλατεία. Δεν ακούμε τι λένε και εκείνοι είναι τόσο κοντοί σαν τους πρώτους χόμο σάπιενς, ένα και πενήντα. Το πλάνο αυτό γυρίστηκε με δυσκολία. Κόλλησαν την κάμερα στο ζέπελιν.

Είμαστε δίπλα. Κάνω δύο βήματα πίσω και μόλις που σε βλέπω με την άκρη του ματιού μου. Το να σε δω ολόκληρη μού προκαλεί πόνο. Πονάω όταν σε κοιτώ, γιατί ξεχνάω, ξεχνάω τι προηγήθηκε και τι ακολουθεί. Είμαι ξεχειλισμένη απ’ το παρόν και το παρόν είναι εσύ να βιάζεσαι να δείξεις πως είμαστε καλά. Κλαίω συχνά και το πρόσωπό μου είναι μάσκα. Είμαι ψυχρή. Είμαι το έτοιμο θήραμά σου. Ανοίγω το στόμα μου και με κατασπαράζεις. Ύστερα λες ” έτσι πρέπει.”

Χαρτάκια μάζεψα, καπνούς, αναπτήρες, κουτιά ντελίβερι, μπισκότα σκύλων, αθλητικά και μαξιλάρια. Η μεγάλη γυναίκα σκύβει στη μικρή γυναίκα και παίρνει το σάλιο που στάζει με πανί. Για μερικά δευτερόλεπτα το σάλιο στάζει στον αέρα και είναι το κουκούλι της κάμπιας. Η μικρή γυναίκα που είναι μεγάλη κι αυτή, αλλά οι τρόποι της είναι παιδικοί, καθώς δεν υπακούν τα χέρια, τα πόδια, τα στραβά της μάτια, είναι η γυναίκα πεταλούδα στο τσίρκο Μορένο 1928.

“Και τι να κάνω αν εσύ έχεις στεκούμενα νερά; πώς να πάρω αυτό που μου αξίζει, ενώ εσύ μαζεύεις τα κλαδιά σου για το δεντρόσπιτο στο δάσος;” είμαστε στην τρίτη πράξη ενός έργου που αρχίζει και τελειώνει με τις ίδιες φράσεις
“είμαι ερωτευμένη μαζί σου – δεν ξέρω”.

Η γυναίκα που μιλά και δεν καταλαβαίνουμε στρέφει την προσοχή της σε έναν ηλικιωμένο. Το καπελάκι της με το φουρφούρι γυρνά. Είναι ξανθιά. Τον ρωτά πότε θα πεθάνει και η ίδια απαντά “σύντομα”. Το φόρεμά της είναι δώρο γενεθλίων.

η ώρα του αστεριού / σαπουνοποιείο

η ώρα του αστεριού / σαπουνοποιείο

στην παράσταση μια αφίσα με το μισό της στόμα και τον ιδιωτικό κήπο. Ο φίκος και το πτώμα δεινοσαύρου απλώνουν τα φύλλα τους. Θα μας βρουν και θα μας πιάσουν απ’ τη μύτη την μισή, απ’ τη μύτη που τρέχει τα τραπέζια, τις καρέκλες παραλίας, ο πηγαιμός.

θέλω να αγαπηθούμε / η ερωτική εξομολόγηση / δεκατέσσερα / οδηγία της προηγούμενης Πρωτοχρονιάς.

ο κύριος: σταυρωτές τιράντες και πουκάμισο που βγαίνει απ’ τη λεκάνη πάνω και φουσκώνει στον χορό και εγκυμονεί μία θεά για το ηχείο.

βγάζω φωτογραφίες ανοιγοκλείνοντας τα μάτια –κλικ- ένα σύννεφο μεγαλώνει και τα μάτια μένουν με το τέρας προς τα μέσα, στην λευκότητα.

χαρτιά υγείας σε πορτοκαλί κατακλύζουν το δρόμο. Η κίνηση του εντέρου λοξοδρομεί στις ελιές που θα μας προδώσουν όταν πέσουμε στο χώμα, δύο κουκούτσια.

μπροστά είναι το αυτοκίνητο που θα ονομάσω άλογο στη συγκεκριμένη αφήγηση . Συναντάει ένα δεύτερο άλογο και του χαρίζει μια χτένα για τη χαίτη που μάκρυνε και μπλέχτηκε στα πόδια. Δεν μπορεί να οδηγήσει τους αναβάτες του στο πάρτυ και δέχεται βοήθεια, μην του κοπεί η μέση και μπερδέψει τον πόνο με ενοχή.

το 2023 είναι η εποχή του λαγού. Τα παράπονα να μεταφερθούν με σειρά προτεραιότητας στο δάσος των χαμένων πραγμάτων. Η λευκή γούνα, το στολίδι έλατο, ο ενιαίος φακός σε γυαλιά ηλίου, το μωβ φούτερ, η κουκούλα του πρωτοχορευτή, τα πράσινα δάχτυλα, το δερμάτινο του Νίο, ο κύκλος με τα τραγούδια της Καίτης, η 3D εικονογράφηση των πελμάτων, το κρύο στις ωμοπλάτες, το γέλιο με σιγαστήρα, η αγκαλιά μέσα σε αγκαλιά, το φαντασιακό του ξημερώματος, τα τζάμια στην αρχή της σταγόνας, ο αγκώνας σε προσωπογραφία Ίγκορ, η χαρά του να ξεχνάς, το ομιλών υποκείμενο στην κλειδαριά.

παραδέχομαι πως απλώς μεταφέρω. Αφηγητής ορίζεται όποιος φοράει τα αφτιά και κάνει τις συνδέσεις στα καλώδια, το ακούραστο κομμάτι της καρδιάς.

η Φασμπιντερική νύφη είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης που άφησα στη μέση για να μιλήσω στη μητέρα. Έκαψα την άκρη, νοίκιασα ένα νυφικό για τη Ν., είμαι απολύτως μιμητική.

η Μακαμπέα / απλό κορίτσι / φτωχό κορίτσι / απ’ το χωριό / απ’ το χωριό κι εγώ / κι εκείνη που θα παίξει / απ’ την πόλη / τις Κυριακές μοιραζόμαστε ενδιαφέροντα / η σκόνη κατεβαίνει απ’ την οροφή / παρατηρήτριες / νες με κουταλάκι / τρόποι αναπαραγωγής της όρασης / η Βραζιλία / τα μήλα των Εσπερίδων / τα ζυγωματικά της Κλαρίσε / στα χωράφια η θάλασσα / πλημμυρίσαμε / φέρτε κουβάδες / καθαρίζουν τα σαπούνια / λευκή ορχιδέα σε ζελατίνη / και τώρα μουσική / χορέψτε / εκείνος ίδιος / φροντιστής / θα πεθάνει άραγε; / ποτέ ποτέ ποτέ / σύντροφος / καλός / πολύτιμος / αγάπη / κατεβαίνουμε τα Άγραφα

αγαπημένη Ίσιδα,
βρεθήκαμε και είπαμε και δώσαμε ό,τι κατείχε καθένα απ’ το σώμα του. Τα εναποθέσαμε στο κρεβάτι του φύλακα, σε εκείνο το δωμάτιο που φέρνει σε κλουβί. Ίσως ο φύλακας να είναι καναρίνι ή δεκαοχτούρα ή παπαγαλάκι που στέκεται στον ώμο και μας κάνει πειρατές. Απ’ τους άλλους φτιαχνόμαστε και στη φυγή γινόμαστε ένα. Καθαρίσαμε τη βρωμιά των τοίχων, το ανθρωπολογικό αποτύπωμα του ήχου, τα σπορτέξ απ’ τα χαλίκια, το πάτωμα με τις αναβάσεις και καταβάσεις του αισθήματος. Προσπαθήσαμε πολύ. Ελπίζουμε να το δεις και να μας ανταμείψεις στον επόμενο γύρο της ύπαρξης.

με λατρεία,
αυτές που
φτιάχνουν
το
σαπούνι

το τελευταίο πάρτυ

θα πρέπει να γίνει τεράστια καταστροφή για να μην ξανασυμβεί ή ένα παράδοξο γεγονός, όταν βρεθεί λύση στο πρόβλημα του θανάτου.
μιλάμε στο τηλέφωνο και το τηλέφωνο έχει μόνο τη λειτουργία ηχητικών μηνυμάτων. Θα βρεθούμε, θα δουλέψουμε, θα πάμε και το πάτωμα γίνεται ένα τηλεσκόπιο άστρων.

θέλω να δω τις φίλες μου. Περισσότερο να ξεσκεπάσω τους ώμους και την καρδιά που μπαίνει στο στόμα. Φτάνω τρέχοντας, η πόρτα είναι μισάνοιχτη και εγώ κάπου στο δρόμο ντύθηκα με δαντέλες.

γίνεται μια σημείωση. Ένα πορτοφόλι μαύρο δερματίνη χάθηκε ανάμεσα στην ανάγκη να κουνηθούμε και να αλλάξει η μουσική.

εκείνη ήρθε από μακριά και ήταν η πρώτη αναγνώριση. Αφού καταλαβαίνει ποια είμαι, επιβεβαιώνω την ταυτότητα και το σώμα μου, κυρίως το σώμα μου.

είμαστε στο αφτί. Εκεί ελέγχουμε τις ποιότητες των ηχητικών κυμάτων και αντιδράμε λυγίζοντας το γόνατο ή ακουμπώντας την πλάτη στον καναπέ.

δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή από την ομιλία, μα τώρα ανεβαίνουμε στα μηχανάκια και ο ήλιος πέφτει για μας στα μάτια, να μεταφράσουμε το φως λίγο λίγο μέσα απ’ τις τρίλιες.

φοράει το μαντήλι της και ανεβαίνει στο λευκό μηχανάκι που φεύγει πρώτο για να ανοίξει μια άλλη πόρτα με προσοχή και λεπτομέρεια. Ένα πόδι τη φορά.

τώρα ψάχνουμε τον οδοντίατρο και μια βιντεοκάμερα να δώσει φόρμα στις εικόνες. Μέχρι να σταθεί η σκέψη, προχωράμε εξήντα πίστες στο παιχνίδι τουαλέτα, καναπές, ζέστη και κρύο.

παίζω και θυμάμαι να είμαι τραγουδίστρια σε μπουζούκια, με τη ρόμπα και το κραγιόν, το κοινό θέλει ένα κομμάτι ύφασμα. Μπροστά από την συρόμενη του χωλ, πολύ ξύλο για τη ζώνη στη μέση μου.

να αρέσουμε, να δίνουμε νερά, καθώς απλώνουμε και αφαιρούμε το περίγραμμα των οργάνων.

κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι. Στον ύπνο κάνω βόλτα τον Ίγκορ, μου λέει «δεν βλέπω» και παρακαλάω τον πατέρα μου να τον πάει στη γιατρό. Εγώ δεν μπορώ, δεν γίνεται, έχω να πλύνω σειρές από ποτήρια του νερού, αυτά με την διπλή κοιλιά και ακριβώς στην καμπύλη φοβάμαι.

αν μπορώ να ζητήσω μια χάρη για τα επόμενα πενήντα χρόνια είναι να μην τυφλωθώ. Απ’ τα μάτια στο συκώτι και απ’ το συκώτι στο κεφάλι και πάλι πίσω και μπροστά με διαφορετική σειρά. Ταξιδεύουν όσα βλέπω και αλλάζουν και αλλάζουν εμένα πιο πολύ όπως ένα δοχείο που είναι κατάλληλο για την αποθήκευση υγρών, δημητριακών και μπαχαρικών.

κάτω από τον ουρανό είναι ξαπλωμένοι δέκα. Στρίβουν τσιγάρα , πίνουν μπύρες και έχουν δύο σκυλιά να τους φρουρούν. Σήμερα η πόλη τους ανήκει. Φέρουν στις τσέπες και τα κομμένα μάτια τους, τη Βασίλισσα της νύχτας. Μόνο με αυτούς πηγαίνει και χαίρεται που σπάει τη διαδοχή. Λέει ιστορίες για τα δάση της Ελβετίας και την ανακαίνιση σπιτιών. Έμαθα πως έφτιαξε την κουζίνα μόνη της και μαγειρεύει τακτοποιώντας τα σκεύη προτού περάσει στο επόμενο στάδιο.

και ύστερα, αρχίζει ο χρόνος που περνά και μας χαλάει στο «αντίο»

μικρό κομμάτι μιας μεταμόρφωσης

Εκείνη τη χρονιά είχε γεννήσει η Λάνα στα πλευρά μου. Μικρά πόδια εμφανίζονταν πάνω στα λεπτά κόκαλα που δεν μπορούσα, παρά να χρησιμοποιήσω τον κόφτη των λαχανικών, για να τα απελευθερώσω. Τόσο ανθρώπινα που με άφηναν πίσω, να ξεθωριάζω στο κομμάτι του ουρανού που συναντούσα στο πάρκο. Τόσο σκυλίσια που απέκτησα τη συνήθεια να φοράω κολάρο. Ένα τεμαχισμένο καπάκι τουαλέτας βαμμένο ροζ. Έμαθα πως πρέπει να δείχνω το φύλο μου για τους άλλους που με πλησίαζαν και με μύριζαν τις μέρες που είχα αίμα. Ήθελα να παραμείνω καθαρή στις προθέσεις μου, το σώμα μου ήταν περίκλειστο. Οι φίλες μου απομακρύνθηκαν, καθώς αδυνατούσα να συμμετέχω σε συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας και την ανικανότητα δημιουργίας σχέσεων. Μιλούσα μόνο για την γεύση των πεζοδρομίων και έσκαγα. Περπατούσα στα τέσσερα, έτρωγα αποφάγια, τριβόμουν στα γρασίδια. Η Λάνα με κοιτούσε να χάνομαι στο παιχνίδι, ώσπου έφυγε με ένα αγροτικό για τη Δράμα. Τα παιδιά της μεγάλωσαν ακολουθώντας κατευθύνσεις άγνωστες προς το φως. Κι εγώ δεν κατάλαβα πως βρέθηκα δεμένη μέσα σε ένα σπίτι που κάποτε ονόμαζα δικό μου. Δεν γνώριζα αν θα ερχόταν ένα χέρι να με σώσει ή να με χτυπήσει. Έπειτα ησύχασα.

στο βουνό

για όλες τις φίλες

στο βουνό

είμαστε εκείνες με τα τέσσερα στήθη. Κάθε φορά που κοιτάω γινόμαστε πιο όμορφες, πιο σκληρές. Το βλέμμα έχει τα τέλη του, εκτός κι αν βλέπει κάτι που δεν υπάρχει. Τότε το βλέμμα είναι η αφορμή, το παιδί που μεγαλώνει ως ιδέα.

περπατάω από μακριά. Είναι ξαπλωμένη και μπροστά της η Ν. απλώνει την κάπα της. Στα γοτθικά μυθιστορήματα κρύβεται ένα τέρας που περιμένει να μεταμορφωθεί. Μαθαίνει να αγαπά το σώμα που οι άλλοι κατασκεύασαν για αυτό. Εμείς κατασκευάζουμε το σώμα μας σπρώχνοντας τα χέρια προς τον ουρανό μέχρι να βγει ο ήλιος και να προσφέρουμε ένα φίλημα στον ώμο της, μέσα στο φως.

υπάρχει το σύνολο και υπάρχει η κοινή χρήση των αγαθών. «αυτό δεν είναι δικό μου, αυτή δεν είναι δική, αυτά δεν μας ανήκουν» λες και μοιραζόμαστε στις καρέκλες που είναι στημένες στην άκρη. Με πόση υπομονή μας περιμένουν, με πόση δύναμη μένουν σταθερές στο χώμα και το κεφάλι μας αφήνεται να πέσει ή να ανυψωθεί σε μια δίφυλλη πόρτα.

«μην φύγεις / μην με πλησιάσεις.» και είναι δύο μετατοπισμένες φράσεις της ανάγκης σου. Να γίνεσαι όσο ψάχνεις το νερό και χορεύεις χαμηλά. Ανοίγει η γη και δεν σε καταπίνει, παραμένεις στην επιφάνεια των προσώπων, στις διπλές χαρακιές των ζυγωματικών.

είναι αυτή που φορά χακί παντελόνι και άσπρη μπλούζα ή μαύρο παντελόνι και μπλούζα με γαλάζια κύματα. Φορά και βγάζει, βγάζει και χαρίζει και ύστερα παίρνει πίσω και ζητά , περιμένει να αγγίξει το ύφασμα, το μέρος που έμεινε γυμνό. Ιδωμένο από τα κάτω σχηματίζει μια κυκλική πολιτεία όπου σκαθάρια περπατούν ανάποδα και δεν πεθαίνουν. Τα πόδια τους ψηλά και η πλάτη στο δέρμα ανοίγει ρυάκια με μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μου που ρίχνει φύλλα και ψιχάλες του τελευταίου καλοκαιριού.

η Τ. , η Λ., η Α., η Ε. , η Ε. , η άλλη Ε., όλες γράμματα από το αλφάβητο που αρνούμαστε να χρησιμοποιήσουμε. Μέσα στη σιωπή επεξεργαζόμαστε τις μεταφορές που μυρίζουμε στον αέρα. Στη συνέχεια πουλιά και οι σκηνές μας σπίτια για το κρύο και την ζέστη. Τυλιγόμαστε στις κουβέρτες που φέραμε από το Βερολίνο.

το Βερολίνο στο βουνό είναι ένα σημείο. Έχει το ίδιο βάρος με αυτό του μυρμηγκιού που έχει μπει στον ύπνο μας και δεν μας αφήνει να χάσουμε τα μάτια στα σκοτάδια. Πάνω και κάτω η όραση προσδοκά εσωτερικά να βγάλει και να χωρέσει σε ένα αντικείμενο.

ένα κλαδί, ένα μπουκαλάκι , μια κατσαρόλα με νουντλς και στα περιεχόμενα τα καθαρά αισθήματα τρώνε και μεγαλώνουν. Επιστρέφουμε πάλι στην ανατροφή των παιδιών.

από κάτω μας υπάρχουν πέτρες και μέσα στις πέτρες προϊστορικά ζώα κοιμούνται την επιστροφή τους στον πλανήτη. Θα εμφανιστούν μέσα από την τέντα του τσίρκου που ορίζει την είσοδο και την έξοδο της σκηνής.

οι πιο θαρραλέες, οι φίλες μου, σκορπίζουν τα δάκρυα σαν καραμέλες και παίζουν με τα παιχνίδια που ξεχάστηκαν σε δωμάτια βαμμένα ροζ μέχρι τα δεκαπέντε και ύστερα, μαύρα, πίσσα στην απουσία των παλιών μας συντρόφων που άδειασαν και έμειναν μορφές στην άκρη του δάσους.

για τις εσωτερικές συνδέσεις των νευρώνων

είναι τριάντα τριών και έχει μια κόρη τεσσάρων που έχει πάρει από τον ήλιο και έχει φέρει στον ήλιο, στην Αθήνα με τη γιαγιά της διακοπές και «κοίτα» λέει « κοίτα μου έκοψαν ένα κομμάτι τατουάζ στην καισαρική και πρέπει να το φτιάξω. « Εσύ, εσύ κι εσύ φαίνεσαι για θέατρο.» Εσύ δηλαδή τι δουλειά θα κάνεις; Λέει και μας δείχνει τη σόλα από το τακούνι της που έχει μέσα κίτρινες μπάλες αφρολέξ. «Εγώ» απαντά « Θα δουλεύω σε εργαστήριο με άσπρη ποδιά, επιστήμονας.» Και εκείνη βγάζει την κάρτα και πίνει και μας λέει πως αυτά τα παπούτσια που είναι παντόφλες σε κάνουν να πέφτεις όταν περπατάς και το δικό της σώμα είναι δικό της όταν ισορροπεί και χορεύει. Ύστερα, σκύβει και ψιθυρίζει και από το κεφάλι της Διώνης φεύγει μια μέλισσα και από το λαιμό της Αιμιλίας μια αλεπού και απ’ της Ναντίνας ένας κόνδορας. Ρίχνονται στο μπλε φως και το πλήθος παθαίνει επιληψία κάτω από την έναστρη οροφή με τις γυναίκες αγγέλους που η μία συστρέφεται ανάμεσά της, εκεί που ξεκινάει το μουνί και η ξαπλωμένη μάς κοιτά με το μισό χαμόγελο της κόρης με τα κόκκινα παπούτσια που πια έχουν ξεβάψει και μόνο στην ταμπέλα καταλαβαίνεις πως αυτό που φανταζόμαστε ως χρώμα είναι το λευκό που απορροφά. Η άγγελος έχει ένα φρύδι λεπτό σε τόξο και εκείνη που της λείπει ένα κομμάτι της εικόνας που φέρει στο σώμα αλλάζει το σταύρωμα των ποδιών, λέει « η Χαλκιδική / τα κορίτσια / το σφίξιμο / τρία μέτρα κεράσια / πρόβες / εναλλάξ / εδώ για τώρα / δεν είμαι παντρεμένη / τουαλέτες / πίπες / λεοπάρ / περνάτε ωραία; / σε θυμάμαι / εσύ χορεύτρια / Παγκράτι / παλιά ταινίες / δεν ξέρουν / μετά στην πίστα / δαντέλες / Big in Japan / άντρες / στην άκρη της πόλης / στη σειρά / φτιάξιμο / πουκάμισα πριβέ / εξωτικό / το πρωί ο ύπνος». Παρατηρώ τη θέση των νεφρών της , καθώς πηγαίνει να κατουρήσει και σκέφτομαι, πως αυτά χαλούν στο σώμα του Γ.Μ. και πέφτει το ένα όργανο μέσα στο άλλο και πως υπάρχει η ιατρική γνωμάτευση για την κατάσταση της υγείας του μετά από εξήντα οχτώ ημέρες απεργίας πείνας και ένα πλήθος που ζητά να αφεθεί ελεύθερος, εδώ και τώρα, στο πρώτο φως.

στο σινεμά

Υπάρχει η αίσθηση ότι βρίσκεται στο κέντρο της οθόνης. Ακόμα και εκεί πίσω από τα ποπ κορν και τα αναψυκτικά, ανάμεσα στα χέρια και τις ποδιές, βλέπεις πως αυτό το πρόσωπο, αυτή η κίνηση, αυτό το μισό χαμόγελο και το αφτί κοχύλι θα ταίριαζαν ολοκληρωτικά στο λευκό πανί. Στην ταινία γίνονται λίγα πράγματα. Ένα κορίτσι τρέχει να φύγει και τρέχει να φτάσει, ένα αγόρι πασχίζει να γίνει αγόρι και οι δύο σκέφτονται τρόπους να βγάλουν λεφτά. Κρεβάτια νερού, φλιπεράκια, οικογένειες με πολλές αδερφές, γιαπωνέζικα εστιατόρια, ηθοποιοί παιδιά και μια αδρή επιφάνεια που χαϊδεύει το μάτι μας. Νιώθω πως η θέση της είναι στο κέντρο της οθόνης με το μπεζ πουλόβερ και τις μπούκλες της, να εμφανίζεται με ένα μικρόφωνο και να τραγουδά το Stumblin’ In. Είναι έξω και βάζει στη σειρά νεράκια, μικρά νεράκια του μισού λίτρου, την βλέπω όταν πάω τουαλέτα. Στην οθόνη εμφανίζεται ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι πολύ κοντά στην κάμερα. Φορά πράσινη σκιά και σκουλαρίκια. Το κοχύλι αφτί της θα έμπαινε μέσα στα σκουλαρίκια και θα τα διέλυε στην θάλασσα. Επιστρέφω στη θέση μου. Στο πανί εμφανίζεται μια πράσινη γραμμή που κόβει την μύτη της πρωταγωνίστριας υπενθυμίζοντας πως η εικόνα μπορεί να χαλάσει. Το φως αλλάζει την όραση. Λέω πως θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της οθόνης και να δίνει γρίφους στους χαρακτήρες και η δράση να συμβαίνει γύρω της και εκείνη να κάνει αυτά που έχει να κάνει χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να σκηνοθετείται και τα παιδιά να τρέχουν, να μαλώνουν, να φιλιούνται, όσο αυτή καθαρίζει από τον πάγκο τα ψίχουλα που έπεσαν από τον ουρανό.

It’s a work about a sixteen year old girl who doesn’t have sex and her friends are teasing her

για ένα κορίτσι που κάνει μια παράσταση στο ίνσταγκραμ που είναι ένας μονόλογος και την λένε Ζαν, που είναι η Ζαν Ντ’Αρκ το 2021, μόνη και νιώθει μόνη, γιατί είναι ένα κορίτσι χωρίς σεξουαλικές σχέσεις και οι φίλες την αφήνουν μόνη στο σπίτι να βλέπει νέτφλιξ με την βιολόγο μητέρα της που παρατηρεί μυρμήγκια και ένα ψυγείο γεμάτο γλυκά και τοστ που θα την κάνουν χοντρή και χοντρή σημαίνει πως φαίνεσαι αυτό που φοβάται να γίνει, να αφεθεί στην γλώσσα, να μείνει στην γεύση και να καλύψει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην καρδιά και το στομάχι, υπάρχει πάντα κενό και η επιθυμία του να κατευθυνθεί η επιθυμία προς ανθρώπους που κάθονται στον καναπέ τους διαβάζοντας την Καρδιά του Σκότους και γελάνε και κοιμούνται και δεν θέλουν να πάνε στην δουλειά, γιατί η δουλειά είναι αλλοτρίωση και καταστροφή του χρόνου που θα μπορούσαν να κάνουν σεξ και να διαβάζουν και η Ζαν το δείχνει αυτό και αυτό που δείχνει την κάνει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που δεν έχει κάνει σεξ και δεν επιθυμεί και αν δεν επιθυμείς δεν έχεις αντικείμενα και προϊόντα και τότε πως θα έρθουμε κοντά χωρίς ένα ακριβό κάτι που αγοράζεται και πωλείται και το κορίτσι κάνει λόγια τα αισθήματα και μιλάει σε μια κάμερα που μεταδίδεται στο ίνσταγκραμ και εγώ πατάω καρδούλες, καθώς ξεκινά να μιλάει και προσέχω το στόμα της να ανοιγοκλείνει σε ένα παράθυρο που μπαίνουν φώτα, μουσική και μια κουρασμένη επιθυμία να δω, να κοιμηθώ χωρίς να θέλω να ξυπνήσω.

Budapest / Bratislava / Praha / Bacardi cola

Δύο θέσεις που έχουν τον μπλε κύκλο, θέσεις για άτομα χρήζοντα βοήθειας.
Ένα ζευγάρι γύρω στα εξήντα με ρούχα πιασμένα στο δέρμα τους, ένα δερμάτινο με λευκές ραφές για εκείνον, ροζ μπότες Dolly Parton για εκείνη.
– Θα πάμε στον Τρίλοφο / εγώ λέω / έλα να πάμε μωρέ / δεν ξέρω / δεν θες; / Στον Τρίλοφο;/ με ποιο λεωφορείο;/ Θα βγούμε εκεί θα πάμε για ποτό / εσύ να πιεις ποτό / εγώ δεν μπορώ / έλα μωρό ένα ποτάκι/ λεμονάδα / πώς το λέγανε εκείνο; / Με τίποτα / ένα γλυκό / Bacardi cola / το έπινες σε εκείνο το μπαράκι / μην με πιέζεις / σου άρεσε / που κατεβαίνουμε; / κούκλα μου πάμε λέω
Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, μαλλιά της Βισουάβα Σιμπόρσκα. Είχε η Βισουάβα Σιμπόρσκα κόκκινα μαλλιά ή πάλι φαντάζεσαι; Λέω πως είχε, άρα είναι αλήθεια. Από το 1967 έως το 1973 η Βισουάβα Σιμπόρσκα είχε κόκκινα μαλλιά. Μικρή πίστευα πως κόκκινα μαλλιά έχουν μόνο οι γιαγιάδες που πολέμησαν στο ΕΑΜ , έχουν το μαλλί μνήμη και βάφονται στο κομμωτήριο της Φωτεινής που είναι κομμωτήριο και σαλόνι, εκεί που έβαφε η γιαγιά τα δικά της μαλλιά με ένα κραγιόν, καστανό σκούρο που χρυσίζει.
Το ζευγάρι σφίγγει τα χέρια του και ο ένας λέει μωρό μου και η άλλη λέει μην με πιέζεις και ο ένας φορά την μάσκα κάτω απ’ τη μύτη και η άλλη λέει πως δεν θέλει να πάει στον Τρίλοφο και εκείνος την κοιτά και σαλιώνει το πέτο του δερμάτινου και εκείνη λέει ότι από τότε που έκοψα το ποτό σε αγαπώ περισσότερο ή δεν το λέει αλλά θα ήθελε να το πει, να της βγει απ’ την σπηλιά πίσω απ’ την γλώσσα, αλλά όχι και αντ’ αυτού λέει εδώ κατεβαίνουμε πλατεία Αριστοτέλους και σηκώνονται μαζί και σπρώχνουν ένα πλήθος από εικοσάχρονα που βγαίνουν για καφέ, λύνουν ασκήσεις φυσικής, βλέπουν ταινίες, κάνουν τέχνη, χαμογελούν και έχουν αντοχές στο αλκοόλ, στις ουσίες και το σεξ και σίγουρα κανένα δεν πίνει Bacardi cola που είναι γλυκό και κάνει τον λαιμό σου να καίγεται και όταν ξερνάς σου μένει στα δόντια μια γεύση καμένης ζάχαρης και τομάτας.
Αυτοί κατεβαίνουν και λίγο σέρνονται, ο χρόνος δεν τους φέρθηκε καλά και η τάξη τους γάμησε το βάδισμα, την πλάτη, την ισορροπία.
Λέω πως πηγαίνουν στον Τρίλοφο και μένουν από 27 έως 29 Οκτωβρίου. Πίνει Bacardi cola και αυτός δύο δωδεκάδες μπύρες, τρώνε πατάτες και παίρνουν τηλέφωνο τα αδέρφια τους που ζούνε στην Κατερίνη. Μετά εκείνη πρέπει να γυρίσει στη δουλειά και εκείνος λέει εντάξει, καθώς κοιμάται.
Οι ροζ μπότες της είναι έξω από την πόρτα του διαμερίσματος. Έχουν νερό μέσα, μυρίζουν.
Κατεβαίνω στα τραίνα και έξω από τα τραίνα υπάρχουν λεωφορεία, γεγονός παράδοξο. Ο χώρος σε βεβαιώνει για την ικανότητα της μεταφοράς. Αν δεν θέλεις τραίνο πάρε λεωφορείο, αν το λεωφορείο σε πάει μακριά, πάρε αστικό και το Ωραιόκαστρο είναι ένας ξένος τόπος.
Bratislava Budapest Praha μία πινακίδα εμπειρίες. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά μπορεί να πάρει το λεωφορείο μέχρι την Μπρατισλάβα να μην πάει στον Τρίλοφο, να πιει έναν καφέ στο καφέ Βλαντιμίρ και να κερδίσει το σώμα της με ένα foam roller απ’ τα tiger. Μετά να μείνει, να χαρεί το κρύο, να περπατήσει ίσια και να βρει ένα νέο κεφάλι για το σώμα της. Ένα κεφάλι ακουμπισμένο στην άκρη του δρόμου, έτοιμο για αυτές που το έχουν ανάγκη.
Αν φυσικά έχει λεφτά για τις αλλαγές και τα χιλιόμετρα.
Το χρήμα ανήκει στους χρήστες του.
Εκείνος μένει μόνος με το δερμάτινο στην κρεμάστρα. Φορά μία βρογχίτιδα στο κρεβάτι.
Εκείνη διαβάζει το ποίημα της Βισουάβα γάτα σε άδειο δωμάτιο. Πηδάει λέξεις, την πονούν τα μάτια.
Φορά το κεφάλι της και μένει εκεί.
Φτάνω νύχτα στο μέρος που είχα ξεκινήσει να πάω. Ας μείνουμε εδώ, προς το παρόν, λέω.