σε μερικά λεπτάκια είπε και άφησε τον δίσκο με τα ποτήρια να γλιστρήσει απ’ τον ώμο της. να κυλήσει το γυαλί στον σκληρό δικέφαλο , τον ιδρωμένο από τα πάνω κάτω και τις συναλλαγές του σώματος κυρίως. ” θυσιάζομαι για να περνάς εσύ καλά. δεν έχω σώμα. δεν έχω καύλα.” την κοίταξαν. οι κόρες της είχαν γίνει κίτρινες. για ένα του χρόνου λεπτό την φοβήθηκαν. όλοι. την φοβήθηκε και το αφεντικό. έριξε το βραστό νερό στο ψυγείο με τις μπύρες. σκέφτηκε ένα διαστημόπλοιο σε σχήμα πλυντήριο με δέρμα σαύρας.της άρεσε , έσκασε ένα μπουκέτο στον πρώτο μαλάκα που έκανε παράπονα για την αναμονή. τραγούδησε όλους τους εθνικούς ύμνους με προστυχόλογα , έφτυσε τα φλιτζάνια του καφέ. στην αποθήκη έβαλε φωτιά στις πλαστικές καρέκλες.” αυτές απ´ τα lidl είναι καλύτερες” φώναξε στον ξέρξη, τον πέρση δίπλα της. αυτόν της ταινίας με τα σκουλαρήκια. τα πόδια του έγλυφε η λάσσυ
“έι πέτρα! πήγαινε στο 4 καταλόγους!”
και τότε γυρνώντας το κεφάλι κατάλαβε πως όντως ήταν εδώ και όχι στην φαντασία  της. μία νίκη ήταν πως της είχε τελειώσει η colgate και θα μύριζε η ανάσα της ;ψόφια ποντίκια και λαχανόρυζο. η αναπνοή το μόνο όπλο. η ιδέα των σάπιων οργάνων. η ανάσα. η δειγματοληπτική εργασία.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *