“ Δεν το δοκιμάζω για μένα. Είναι για τη μητέρα μου. Αυτή είναι ακόμα πιο αδύνατη, σα σκελετός είναι.” Είπε και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Πουλάει μεταχειρισμένα ρούχα και φοράει ένα μεταχειρισμένο παλτό τουίντ με μπεζ ρίγα. Του φτάνει μέχρι κάτω από το γόνατο. Είναι αδύνατος και η ζώνη είναι διακοσμητική στα εξήντα εκατοστά γύρω γύρω. Η μέση του περίμετρος πορτοκαλιού, αν καθαρίσεις τη φλούδα , ξεζουμίζεται. Μου λέει πως έκοψε τα μαλλιά του και του λείπουν . Τα μαλλιά είναι αφορμή να μας λείπει κάτι, τρίχες. Κάτι πάνω στο κεφάλι μας είναι πιο ασφαλές. Τα εσωτερικά μαραίνονται, δεν πέφτουν. Θα ξέραμε τι συνέβαινε αν διαβάζαμε την ανθρωπολογία των αθανάτων. Μωβ πάνω σε ξερολιθιές. Κι αρχίζει “ Μια μέρα που έβρεχε περπατούσα στη γειτονιά. Ένα αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου, στο δρόμο πλάι ήταν παρκαρισμένο και γω κοιτώντας μέσα από το παράθυρο του οδηγού είδα από την απέναντι μεριά τη μητέρα μου. Είχε βρεγμένα μαλλιά και φορούσε μόνο τις κάλτσες της, τρελάθηκα κι έτρεξα προς το μέρος της για να την προστατεύσω. Καταλαβαίνεις; Βγήκε έξω μούσκεμα στο κρύο κι ούτε μια ρόμπα να ζεστάνει τις τρίχες στα μπράτσα της, ούτε ένα ζευγάρι παντόφλες κλειστές με μισοφέγγαρα . Πέρασα μπροστά απ’ το καπό κι όταν τέντωσα το στέρνο να μιλήσω δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν ποτέ εκεί. Μέσα από το τζάμι έβλεπα το είδωλό μου. Τόσο πολύ μοιάζω με τη μητέρα μου να φανταστείς , είμαστε ίδιοι, όταν έχω τα μακριά μου μαλλιά. Μου λείπουν τα μαλλιά μου. Δε θα της αρέσει το παλτό. Θα μαζέψω τα χοντρά μπουφάν. Ο καιρός άνοιξε. Κανείς δε θα τα αγοράσει.” Κι έτσι, έβγαλε από τις κρεμάστρες τις γούνες και τα μάλλινα. Πετώντας τα στο πάτωμα, έβγαλε από την τσέπη του τζιν του ένα χρυσό ψαλιδάκι. “ Τώρα η σειρά σου” είπε κι έδειξε την λαδωμένη μου αλογοουρά. “ Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι για μένα. Κόψτα και δείξε πίστη στην ιστορία που σου διηγήθηκα. Κόψτα και θα σε καλέσω στο χορό. Οι εργατικές κατοικίες στον Φοίνικα δέχονται γυναίκες με κομμένα μαλλιά. Ήταν ο τρόπος να με δεχτούν κι εμένα. Είναι ο τρόπος να μεγαλώνεις.”