Θα έβαζαν τα παιδιά μέσα στο χώμα. Όλη τη νύχτα τα σκεπάρνια δούλευαν. “Όχι εδώ, πιο κάτω” , “ πιο δεξιά”, “ δώσε μου φως”, τέτοιες κουβέντες έλεγαν κι έσκαβαν πιο γρήγορα απ’ τη σκέψη τους. Το ξημέρωμα έβγαλαν τα πουκάμισα και δένοντάς τα τύλιξαν γύρω γύρω τα παιδιά, να μη χαθούνε είπαν, να πιάνονται απ’ τους κόμπους και να αισθάνονται πως είναι μαζί, αν είναι μαζί όλα θα γίνουν, θα λειτουργήσει, θα βρούνε τρόπο . Ένα ένα με προσοχή με βελούδινες μάσκες βερυκοκί στο λαιμό κρεμασμένες και χτενισμένα μαλλιά τοποθετούσαν τα παιδιά στο λάκκο. Εκείνα ούτε μουρμούριζαν , ούτε έφερναν αντίρρηση, μονάχα ρωτούσαν πότε θα φάνε κι αν έχει παγωτό μετά το παιχνίδι. “ Σοκολατοφράουλα μπισκότο , θέλω και πουράκι” έλεγε το ένα και το άλλο μασούσε τις μύξες του παρμένο ακόμα απ’ τον ύπνο. Χώρεσαν με τριμμένους ώμους και μια υγρασία σεντόνι τριγύρω. Οι μεγάλοι στέκονταν από πάνω, κοιτούσαν μέσα κι έκλαιγαν. Δάκρυα γέμισαν και φούσκωσε το χώμα , έβραζε λάσπη και ούρα. Τα πουκάμισα μαλάκωναν στο οξύ κι ύστερα σκλήραιναν κι έμοιαζαν με σώμα σε ακαμψία ή ηθελημένη παραίτηση. Τα παιδιά άνοιγαν τα στόματα και ούρλιαζαν “ Βικτόρ, παγωτό, Βικτόρ” ή “ Είσαι κακός Βικτόρ , ποτέ σου δε με τάισες.”. Ύστερα, κάποια έφαγαν το χρώμα απ’ τη μάσκα τους και σώπασαν. Άλλα κυλίστηκαν στο λάκκο και αποφάσισαν πως είναι το νέο τους σπίτι κι ας είχαν αφήσει το πρόβατο Κλο στο παλιό. Ερχόταν το φως και πάλι έφευγε απ’ τη σκιά που έκαναν τα πρόσωπα κοιτώντας. Ήταν άλλα πρόσωπα, πρόσωπα μάσκες που είχαν φτάσει τώρα. Οι μεγάλοι δε φαίνονταν πουθενά, είχαν πουληθεί πια στο δάσος. Τα νέα πρόσωπα έφερναν μαζί τους κάτι που τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει. Όταν ένα από αυτά έσκυψε στο λάκκο, άκουσε ένα μακρόχρονο ω να αντηχεί, ήταν το αίσθημα του θαυμασμού που μόλις είχε προκαλέσει. Έπειτα τα χείλη τους μαράθηκαν κι άνθη κατρακύλησαν απ’ το βουνό, άνθη που έλιωναν και κολλούσαν το κεφάλι στο χώμα μέχρι αυτό να σταματήσει την προσπάθεια πτήσης . Τρία παρέμεναν ζωντανά ,δίχως να κοιτάνε τις μάσκες πρόσωπα ,έκαναν τα πηδήματα του βατράχου και τα κακαρίσματα της κότας. Με αυτά τους τα φερσίματα ικανοποίησαν τα νέα πρόσωπα που γέλασαν και γελώντας απόφαση πήραν να κρατήσουν τα παιδιά αυτά ως διασκεδαστές και δείγματα του μακρινού ταξιδιού. Τα παιδιά μεγάλωσαν σε σύστημα ανταλλακτικής οικονομίας κι έτσι, καθώς τίποτα δεν είχαν και τίποτα δε μπορούσαν να παράγουν έλεγαν την ιστορία του Βικτόρ που ήταν για αυτούς ο μέγας παγωτατζής και αδελφός θανάτου. Μαζί με τις μιμήσεις των ζώων και τις αναμνήσεις του λάκκου αντάλλασσαν αυτά που το σώμα ανέπλαθε σε εικόνα. Οι κάτοικοι τούς αναγνώριζαν με το όνομα “ αυτοί που ανταλλάσσουν γέλιο.”