// Θα έγραφα για εκείνα που οι άλλοι με αγαπούσαν. Θα σημείωνα τα θαυμαστικά στις εντυπώσεις. Θα περίμενα να επιστραφώ ως δώρο. //Το πράσινο φόρεμα είχε σκιστεί στη μέση, το φερμουάρ είχε στραβώσει, το πέδιλο ήταν εκτός μόδας, μα εκείνη κατέβαινε με τα πόδια στην κεντρική πλατεία. Εμείς την περιμέναμε ,γιατί είχαμε ρίξει πάνω της λεφτά και κουπόνια γαλαξία. Η μπλε σκιά είχε λιώσει στην κόγχη και θύμιζε το λάθος πρόσωπο που βάζει μία γυναίκα όταν θέλει πολύ να είναι γυναίκα. Κάποτε είχε κερδίσει διακοπές με ημιδιατροφή στη Σαντορίνη και δούλεψε μία σεζόν στα τουριστικά είδη. Μετά έμεινε με τις θείες της στη Λάρισα που ήταν άρρωστες και λυπημένες. Αγόρασε ένα παπί και πήγαινε τα φάρμακα στις γριές στη Νίκαια. Της έδιναν από ένα ταψί τυρόπιτα και μία ευχή για όμορφο άντρα. Οι ευχές πήγαν στράφι γιατί εκείνη ήθελε έναν άσχημο λουλουδά. Όταν λέμε λουλουδά εννοούμε αυτόν που έριχνε λουλούδια στα σκυλάδικα. Αυτός έλεγε πως άμα τραγουδήσει θα το σκεφτεί για σχέση. Πήρε μία νύχτα το μικρόφωνο και είπε ό,τι ήξερε απ’ τα πανηγύρια. Το κοινό ενθουσιάστηκε. Το νέο όνομα στη νυχτερινή ζωή της Λάρισας ήρθε για να μείνει.Τις νύχτες τραγουδούσε, το πρωϊ πηδούσε τον άσχημο. Οι θείες πέθαναν περήφανες. Φορούσε κολλητά λαμέ, γαλάζια, πράσινα και κίτρινα να φαίνεται, να την βλέπουν καταλάθος. Γύρισε ένα πρωΐ να κοιμηθεί και ο λουλουδάς είχε γεμίσει μαργαρίτες το σπίτι. Τις είχε ξεριζώσει και με τα χώματα τις άπλωσε στο σπίτι. Τον έκανε κρύο μπάνιο και τον έστειλε στο χωριό να βρει τον εαυτό του. Εκείνος απλώς βρήκε πιο πολλούς κήπους για να μαδάει τα λουλούδια τους. Ερχόταν να του δώσει δώρα που αγόραζε απ’ τη μικρή μας πόλη. Γι’ αυτό εμείς την περιμέναμε στην πλατεία και βάζαμε στοιχήματα, τι θα αγοράσει, τι χρώμα φόρεμα φοράει, τι νούμερο παπούτσι, τι πανωφόρι, τι θα φάει και αν θα βρει κανέναν να φλερτάρει. Μαλώναμε ποιος θα την βγάλει φωτογραφία. Όταν έφτασε ζήτησε ένα παιδί να την χτενίσει. Είπε στη μάνα του πως θα το έπαιρνε δικό της. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Μας κέρασε γλυκά και άφησε λεφτά στον γλύπτη. “Να με φτιάξεις όπως είμαι άμα πεθάνω” του είπε και του έδωσε φωτογραφία. Το ημερολόγιο της έγραφε // θέλω να πάω εκεί που δεν με μυρίζουν τα σκυλιά. Αυτός θα γιάνει στη θάλασσα. Είμαι για να με τυπώσουν σε σημαία. Θα κατέβω στην Αθήνα//. Όταν την βρήκαν στη λίμνη είχε μαζί της μία βαλίτσα φωτογραφίες. Τις έλειπαν δύο δάχτυλα στο ένα χέρι. Μα κανείς δεν θυμάται ακριβώς τι έγινε το 1982.