σε δύο πρόβες τίποτα, το κείμενο λέει ,κοιτάξτε με, όλες οι λέξεις λένε, κοιτάξτε με, μπορώ να το κάνω, μπορώ να πω αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ ακριβώς και μπορώ να τα αλλάζω, μπορώ να θυμάμαι ένα ζευγάρι παπούτσια Πέμπτη απόγευμα , ενώ το μάτι που παρακολουθεί πιστεύει πως μιλάω για θάνατο, ενώ εγώ πραγματικά μιλάω για τα παπούτσια, τα παπούτσια της είχαν μία αγκράφα που έδενε πάνω από το μετατάρσιο, ήταν φαρδιά εκεί που συνήθως βρίσκονται τα δάχτυλα και κάλυπταν ένα κοκαλάκι που μοιάζει με πλανήτη και λέγεται αστράγαλος. Ή τα παπούτσια στέκονταν πίσω από την πόρτα. Γεμάτα λάσπη και χτυπημένα στην φτέρνα, μύριζαν ιδρώτα και πόδι με πληγές και πύον. Το φως πάνω στο δέρμα τους άλλαζε. Στο δωμάτιο υπήρχαν άνθρωποι, άνθρωποι που περπατούσαν και χειρονομούσαν και μιλούσαν για το τέλος της σχέσης. Πώς θα παίξουμε; Πώς θα μάθουμε τα λόγια; Ο χαρακτήρας μας είναι ένας; και τα παπούτσια άκουγαν γνωρίζοντας πως κάποιος θα τα επαναφέρει στη μνήμη του και θα μιλήσει για αυτά. Θυμάμαι τον χρόνο που το κείμενο παραμένει ενιαίο και τον χρόνο που εγώ το κομματιάζω υποθέτοντας πως τα πρόσωπα μπορούν να εννοούν κάτι άλλο, γιατί τα πρόσωπα μπορούν να μιλάνε άσκοπα, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να σχετίζονται με την κίνηση ενός στήθους ή το σπάσιμο ενός νυχιού και η λέξη «άγχος» ή « κρίμα» να είναι περιττές. Και το νόημα να υπάρχει στην ακινησία πριν το: σε παρακαλώ/ μην με αφήσεις/ θα πεθάνω/ θα πέσω από το παράθυρο/ θα βγω με βρεγμένα μαλλιά στο δάσος/ θα καλέσω τις μάγισσες/ θα θυσιαστώ/ θα κάψω το σπίτι μου/ θα ρίξω την φρυγανιέρα μέσα στο λουτρό μου/ θα δω τι κρύβει το δέρμα μου από κάτω/ θα τρώω καλεσμένη σε φίλους μέχρι να σκάσω/ θα πίνω στα μπαρ μέχρι να πνιγώ από τον εμετό μου/θα κρυφτώ στην ντουλάπα σου/ θα γίνω φάντασμα/ θα σε τρομάξω μέχρι θανάτου. Και τα παπούτσια στις δύο πρόβες γίνονται νεσεσέρ και βάζα και μωρά, καθώς το κείμενο λέει κοιτάξτε με, δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να αλλάξω, ο λαιμός μου έχει στραβώσει από τις αναγνώσεις, κρυώνω, θέλω να κοιμηθώ, το μάτι σου είναι μέσα μου όταν πλένω τα δόντια, όταν η σιαγόνα μου είναι σφιγμένη, σε ξέρω όσο με κοιτάς. Περιμένεις τον ήχο που βγαίνει απ’ το στόμα μου και σε οδηγεί στη θάλασσα, τον ήχο που σε οδηγεί ξυπόλητο σε μία δράση πτώσης ή περιπλάνησης.