πήγε και έκατσε και έστρωσε στο χώμα ένα τούλι και περίμενε, κοιτούσε μέσα από τα κλαδιά και τις σκιές, κοιτούσε να δει αν έρχεται και δρόσιζε το τούλι, έπαιρνε υγρασία και νερό από τα μάτια της και μίκραινε και έκλαιγε πιο πολύ, ώσπου το τούλι έγινε ελάχιστο, ύφασμα κούκλας, και γέμισε το φόρεμα κι ο κόσμος της λάσπη και σκουλήκια της άνοιξης και το κρουασάν της το έφαγαν τα μυρμήγκια και το φως έπεσε από την άλλη μεριά του δάσους και βάφτηκε μολύβι ο ουρανός και εκείνη έπινε από τα μάγουλα το φόβο της και άκουγε μήπως αναγνωρίσει τα βήματα και λίγο κοιμόταν πάνω στον ώμο της και πεταγόταν από το σύρσιμο μιας σαύρας και το μακρινό μουρμούρισμα των φύλλων και ήρθε η επόμενη μέρα κι εκείνη σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια και τα χέρια της να πάρουν αίμα και στάθηκε κάτω από μια ακτίνα και ζεστάθηκε λίγο και είπε: καλά είναι κι έτσι, μία ομάδα ανθρώπων προσπάθησε να την πλησιάσει, μα ήταν όλα τα πρόσωπα τόσο φοβισμένα και χλωμά που άφησαν το λάπτοπ που κρατούσαν και έτρεξαν μακριά και εκείνη δεν φώναξε παρά μόνο άνοιξε το λάπτοπ να στείλει μήνυμα σε αυτούς που την είχαν αφήσει μόνη και είδε πως το κεφάλι και τα μάγουλα δεν ήτανε σωστά και άνοιξε την κάμερα και είδε πως το κεφάλι της δεν ήταν το δικό της, ήταν το κεφάλι ενός λύκου με τρίχωμα και μάτια γυαλισμένα ,είχαν λίγο αίμα στο πλάι στα λευκά και κοίταζε και κοίταζε να βρει πως της το είχαν ράψει και τίποτα δεν έβρισκε και έγραψε ιστορίες στο λάπτοπ που έλεγαν για επιστήμονες και πειράματα με λύκους και ανθρώπους και έτσι δεν έκλαιγε και βρήκε μία καλύβα που την έκανε σπίτι και χάιδευε το νέο της κεφάλι χαρούμενη πια που έγραφε για το τι σημαίνει να είσαι παιδί που τώρα μεγαλώνει.