Όταν είμαι ξαπλωμένη σε ένα ύφασμα

μαύρο αυτό και γω πορτοκαλί παρέμεινα όσο κρατάει ένα στρώμα το σώμα μου και το σώμα μου γίνεται σκληρό και άκαμπτο από τον ύπνο. Πήγα και ήρθα στον αδερφό του θανάτου και έχω πάνω μου λευκά βρύα στην κουζίνα που έχει γίνει ένας κήπος λουλούδια μαραμένα και χώματα μέσα σε μπολ, βιβλία, υφάσματα. Είναι άραγε αυτός ο τόπος γέννησής μου; Ξαπλώνω και ακούω και αυτά που ζούνε σέρνονται μέχρι την πόρτα, ακολουθεί τον δρόμο η καρδιά μου, σέρνει την πέτρα και τσακίζει αρθρόποδα στο διάβα της. Όταν ξαπλώνω μυρίζω αίμα στο ύφασμα που πάνω του είμαι και τεντώνω την σπονδυλική στήλη και η καρδιά μου ανοίγει και από το άνοιγμα βγαίνω σπόρος με ένα ελάχιστο πρόσωπο σε κάτοπτρο που θέλει φως και αλλάζει τον κήπο σε θάλασσα και πλημμυρίζει τα αντικείμενα βαθιά σε αρχαίο ύπνο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *