Εκείνη τη χρονιά είχε γεννήσει η Λάνα στα πλευρά μου. Μικρά πόδια εμφανίζονταν πάνω στα λεπτά κόκαλα που δεν μπορούσα, παρά να χρησιμοποιήσω τον κόφτη των λαχανικών, για να τα απελευθερώσω. Τόσο ανθρώπινα που με άφηναν πίσω, να ξεθωριάζω στο κομμάτι του ουρανού που συναντούσα στο πάρκο. Τόσο σκυλίσια που απέκτησα τη συνήθεια να φοράω κολάρο. Ένα τεμαχισμένο καπάκι τουαλέτας βαμμένο ροζ. Έμαθα πως πρέπει να δείχνω το φύλο μου για τους άλλους που με πλησίαζαν και με μύριζαν τις μέρες που είχα αίμα. Ήθελα να παραμείνω καθαρή στις προθέσεις μου, το σώμα μου ήταν περίκλειστο. Οι φίλες μου απομακρύνθηκαν, καθώς αδυνατούσα να συμμετέχω σε συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας και την ανικανότητα δημιουργίας σχέσεων. Μιλούσα μόνο για την γεύση των πεζοδρομίων και έσκαγα. Περπατούσα στα τέσσερα, έτρωγα αποφάγια, τριβόμουν στα γρασίδια. Η Λάνα με κοιτούσε να χάνομαι στο παιχνίδι, ώσπου έφυγε με ένα αγροτικό για τη Δράμα. Τα παιδιά της μεγάλωσαν ακολουθώντας κατευθύνσεις άγνωστες προς το φως. Κι εγώ δεν κατάλαβα πως βρέθηκα δεμένη μέσα σε ένα σπίτι που κάποτε ονόμαζα δικό μου. Δεν γνώριζα αν θα ερχόταν ένα χέρι να με σώσει ή να με χτυπήσει. Έπειτα ησύχασα.