Θα ‘θελα να είχα ένα σπίτι που να ήταν σώμα. Το δικό σου. Ή να μην είχα ποτέ μία κόκκινη σκεπή πάνω απ’ τα μυαλά μου ούτε ένα δόντι σβηστό στο τασάκι. Ό,τι πεθύμησα αντικαταστάθηκε από κουρτίνες ιβουάρ. Ό,τι αγνοούσα επέστρεφε για μαξιλαροπόλεμο τα δευτερότριτα. Μπορούσα να έχω χωρίς να πετάω ονόματα σε τοίχους και να τηγανίζω αβγά; Ήταν αληθινή η κρέμα για εγκαύματα. Έτρεξα το φανταστικό μου σπίτι να προστατέψω. Άπλωσα σ’ όλες τις τρίχες σου ποσότητα. Είχαν το μέγεθος μίας καρφίτσας. Το δέρμα ανακάλυπτε το σπίτι. Άνοιγε πόρτες , έκλεινε βλέφαρα, στοιχιζόταν για το χάδι. Εκείνο που δεν βλέπω γίνεται διάγραμμα μαθημάτων κι ας φώναζε η Τζένη πως οικονομία είναι να μαθαίνεις γρήγορα το μέλλον απ’ τους άλλους. Δείχνοντας ευγένεια στην ιδιοκτησία μπορείς να φτάσεις στο νησί που έχει ζωντανούς για ανθρώπους. Εκεί το σώμα σου βρίσκεται στη θέση του, στο σπίτι. Σε μυρίζω απ’ την εξώπορτα χωρίς προσφορά λεμονιών και λάρυγγα. Κι έτσι πιο ωραία σε καταπίνω, σάλιο από τα κάτω.