Ήρθε πρώτη και έβγαλε τα μάτια της στο νερό. Πτυσσόμενο τραπέζι και μπύρες στο ψυγείο. Μπήκε μέχρι τη μέση. Κρύο. Βγήκε να δει το κινητό της. 9:13. Ίσως να περιμένω, είπε. Και ξάπλωσε στην πετσέτα. Που να’ ναι μάνα μου;. Την χτύπησε στο νεφρό η ερώτηση. Ωχ έκανε και γύρισε απ’ την άλλη. Πέρα μακριά το χοτέλ Άμμος και δύο φίατ πούντο παρκαρισμένα πιο κοντά. Τι μου ‘ρθε πάλι; Έσφιξε τα μάτια της να πονάνε.Πρέπει να σταματήσω τα τσιγάρα. Καίγομαι.Ο ήλιος απλωνόταν στα ζελεδάκια. Έκαιγαν τα κορμάκια τους. Ήταν τα χρωματιστά αρκουδάκια. Η μάνα μου, πάλι και πάλι. Είδε δύο γέρους να μπαίνουν με τα σωσίβια. Μπλε κιμωλίες, νεύρα αρχαία, αποθηκευμένα στα μπούτια και τα χέρια τους. Τελευταία φορά ήταν… Ένας ναυαγοσώστης χαιρέτησε και ανέβηκε στο μέρος του. Μισοχαμογέλασε. Άνοιξε μία μπύρα. ” Λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια.” Ατάκα διαφήμισης. Μπροστά στην τηλεόραση η μάνα της καπνίζει. Αυτό θυμάται. Και τα λαδωμένα μαλλιά, το πουλόβερ Ιούλιο μήνα, τα Παλ Μαλ να γεμίζουν στάχτες. Είχε ένα τετράδιο που έγραφε “λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια”. Το άφησε στον καναπέ. Στο αποτύπωμα του κώλου της. Όταν έφυγε με μια βαλίτσα εσώρουχα, βιβλία. Η θάλασσα είχε πέτρες στα βαθιά. Ψάρια με μακρύ πρόσωπο. Θα’ ναι κάπου κοντά στο νερό, είπε. Κοίταξε τον ήλιο στο φως του. Είδε μαύρο. Μπήκε μέσα, βουτιά με το κεφάλι. Εμφανίζεται η μάνα της κρατώντας το αντηλιακό.Βγες έξω θα πνιγείς.