μια καινούρια χνουδωτή ρόμπα
η μαύρη κάηκε στη θερμάστρα
γέμισε το δωμάτιο καπνό και
φορεμένο ύφασμα
έγινε σκουπίδι,πρώτη ύλη
έναν χάρτη μόνο θάλασσα
και τη Λατινική Αμερική
στη Λάρισα
την ανάσταση της γαλάζιας
πεταλούδας μου, με τα ροδάκια
και τα κουδουνάκια στα φτερά
έναν μικρότερο αδερφό
να του χτενίζω τα μαλλιά
και να του φτιάχνω πουλιά
κίτρινα πουλιά
από ζαχαρόπαστα σε κέικ
μια φράση που να
παγώνει τον χρόνο
εκφράσεις χειλιών
που δεν ξεχνώ ποτέ
λίγα λεπτά με τη γιαγιά μου
– έστω χωμάτινα-
είκοσι τέσσερις ώρες φως
για έναν μήνα
-το λευκό που δεν καίει-
έντονο πηγούνι
και τους εφτά τόμους του
αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
δύο παιδιά σε σμίκρυνση κοκάλων
παύση πυρών και σιωπή
μια εκδρομή στο δάσος
αφοπλισμό όλων των κρατών
τις πέτρες της Βιρτζίνια Γουλφ
στον νεροχύτη μου
απαγόρευση του εμπορίου
για λόγους συνείδησης
το μπλε και το πράσινο του Bowie
για δύο μεσημέρια
μια μεσαιωνική ερωτική επιστολή
και κάποιον πεσμένο στα σκαλιά
να σχεδιάζει το προφίλ μου
τα ρούχα μου τόσο μικρά
να χωρούν σε μέλισσα
την απομάκρυνση κάθε επικίνδυνου μέσου
απ’ το μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων
τέσσερα ψυγεία solero
ένα μηχανικό σύστημα διάσπασης
του βλέμματος
αλατόνερο για τους πικραμένους
μια θέα του ουρανού απ’ έξω
πανσέδες σε εργατικές κατοικίες
αντικατάσταση των κέντρων διοίκησης
με ζωγραφικές αποτυπώσεις τους
μωρουδιακά φορμάμια
σε ενήλικα μεγέθη
καλλιέργειες βαμβακιού
σε δημόσια παρτέρια
μαθήματα γεωμετρίας
και ένα άλογο να περνά
τα ονόματα όσων αγαπώ
στο χαρτί και στο σώμα