Πήρε στους ώμους της ένα παιδί και είπε «μέχρι αύριο εγώ με αυτό και μετά τέλος». Πήρε το πρόσωπό του και το έβαλε από την άλλη μεριά να μην ξυπνήσει και περπάτησε, ώσπου δεν άντεξε άλλο και άνοιξε το στόμα της και το στόμα της έβγαλε από μέσα το στομάχι που είχε τόσο παραμελημένο, άδειο, τρυφερό και πονεμένο. «Να φάω» είπε και δάγκωσε το μάγουλο του παιδιού που κοιμόταν. Αυτό ξύπνησε και έκλαψα, μα είδε το στομάχι και φοβήθηκε έπεσε πάλι για ύπνο, είχε έναν λεκέ από αίμα στη μπλούζα του. Και αυτή συνέχισε να προχωρά, μέχρι το πρωί είχε διορία, μέχρι να αλλάξει θέση η νύχτα με τη μέρα και να ξυπνήσουν οι άνθρωποι να βάλουν τα εργατικά τους, να πάνε να γιατρέψουν κοψίματα και άγχη, να καθαρίσουν ράφια και μυαλά, να γράψουν κώδικες και πρωτόκολλα ασφαλείας. Δεν έφτανε, πέρασε όλη την πόλη από τα μάτια της και πάλι δεν έφτανε και το παιδί με μαλλιά και λίγα ρούχα ήταν ήσυχο, ακουμπισμένο. Εκείνη το κοίταξε και κατάλαβε πως είναι ομορφιά, όπως οι εικόνες στον κινηματογράφο, «δικό μου, δικό μου αυτό και αυτό που μέσα του έχει και το ξεχνά» και είχε γίνει πια πρωί το φως. Ίσιωσε τα χέρια, την πλάτη, το λαιμό και είπε «εγώ ίσια θα πηγαίνω μέχρι να πέσω, είμαι δέντρο το μπορώ» και το παιδί έπεσε από τον ώμους και κύλησε και άνοιξε τα μάτια του και έφυγε μακριά στη θάλασσα, βαθιά και κάτω. Αυτή σταμάτησε απότομα, τη λέγανε Μαρία, ένιωσε το στομάχι της στο στόμα, ένιωσε τα υγρά που είχαν γεύση από αλάτι και τον ώμο της που πια δεν είχε βάρος. Η Μαρία σήκωσε το πουκάμισο και είχε μια φωτογραφία στη θέση που κάποτε υπήρχε το στομάχι, την πήρε και την κόλλησε στον ώμο ήταν το παιδί στη φωτογραφία, το παιδί κοιμισμένο ⸱ φάνηκε η τρύπα στο στομάχι, ένα ροδαλό κενό από σώμα. Η Μαρία συνέχισε να περπατά και όταν πείνασε δάγκωσε την φωτογραφία, το χαρτί, τα χημικά, την γονάτισαν έξω από ένα βιβλιοπωλείο. Η βιτρίνα αντανακλούσε τη μορφή και την φωτογραφία του κοιμώμενο παιδιού και από πίσω, όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει στη ζωή της. Το στομάχι της βγήκε έξω από το στόμα και ήσυχο διασπάστηκε. Η Μαρία είχε πια πεθάνει.
όταν έχεις ξεχάσει ένα μαλακό, παλιό σταφύλι στο βάθος του ψυγείου σου και κανείς δεν το πέταξε ή τελειώνοντας τον Χλομό Βασιλιά του David Foster Wallace
ένας ωραίος άντρας που κάθεται στα σκαλιά και κοιτάζει. Ένα αγόρι που θέλει να φιλήσει κάθε σημείο του σώματός του.
Είμαι σε ένα άλλο σαλόνι και πιστεύω πως αυτός ο άντρας μου αρέσει πολύ. 16:04- 36 βαθμοί πλάι στη θάλασσα.
Η Μέρεντιθ Ραντ παντρεύτηκε κάποιον χειριστικό τύπο, γιατί νόμιζε πως θα πεθάνει. Τώρα πίνει τζιν τόνικ και εκείνος την περιμένει στο πάρκινγκ της υπηρεσίας. Ένας χλομός βασιλιάς της καρδιομυοπάθειας. Τον βρίσκει αηδιαστικό και τον αγαπά.
Ο Π. παίρνει ένα πρόσωπο αηδίας κάθε φορά που γλύφω το αλάτι απ’ τα χέρια μου.
ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΞΗ, ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ
Adderall/ Vyvanse/ Concerta/ Jornay PM/ Metadate CD/ Ritalin LA
Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, του Σικάγο, του Ντιουπέιτζ, του Ντιπόλ και ο Ντέιβιντ παρακολουθεί μία σαπουνόπερα. Ένα μάθημα προχωρημένης λογιστικής και μπαμπ. Το μέλλον σκάει.
Τα ξενοδοχεία είναι άδεια. Έχω ακόμα το sleeping bag της πρώτης δημοτικού. Ένας λευκές από μπλε μαρκαδόρο καριόκα.
Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την φορολογική υπηρεσία της Αμερικής; Εξεταστές 9ης και 10ης βαθμίδας που αντιμετωπίζουν ηρωικά το έντυπο 1044. Το γραφείο του μυρίζει κινέζικο φαγητό και τσίχλες με γεύση κεράσι.
ΠΑΡΑΚΑΛΩ – ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΔΩΡΑ
Και ο μεταφραστής πώς θα πληρωθεί;
Ο Λέναρντ, μία κατασκευή που μιλάει και δίνει/δίνει/δίνει. ” Δεν θέλω τίποτα σας παρακαλώ.” Ώσπου μία μέρα ένα νευρικό τικ, μία περίοδος αϋπνίας μετατρέπονται σε σημάδια μίας ηλικίας που καταστρέφεται- το παιδί μεγαλώνει με τους ρυθμούς μου.-
Ο Ντέιβιντ κάνει εργασίες για άλλους.
Εγώ κάνω εργασίες για άλλους.
Αν μου άρεσαν οι μπαντάνες του θα ήταν το αγόρι μου. Τότε. Στην αρχή. 37-38 χρόνια πριν. Συνάντηση στην αίθουσα χορού.
Σκέφτομαι κάποιον που παίζει baseball και γράφει ποιήματα. Καλύπτει τα ίχνη του στον αέρα με διπλό άλμα.
Η Τόνι Γουέαρ είναι παπούτσι. Όχι. Κάνει την πεθαμένη με τα γαλάζια μάτια της και τα σκυλιά στο πίσω κάθισμα. Φοράει Nike, φοράει το πόδι της σαν εικόνα. Υπάρχουν τα πράγματα χωρίς να υπάρχει εκεί – η Τόνι με το μπεζ παλτό και τις μύγες στο πέτο. –
Ένα βιβλίο για το πώς λειτουργεί το πόστο 047 της Πιόρια και τι συμβαίνει όταν έχεις μία σοβαρή δερματική πάθηση και είναι η πρώτη μέρα στην δουλειά.
Το δέρμα μου έχει μικρούς φραγμένους πόρους. Ένας λογιστής έκανε την φορολογική μου δήλωση για το 2020.
1977 γίνεται απαραίτητος ο αριθμός κοινωνικής ασφάλισης για τα προστατευόμενα μέλη.
Ευαγγελικοί κύκλοι και πολλά ρούχα σκορπισμένα στα πατώματα.
ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ/ΠΕΚ
Κατάλαβα τι σημαίνει στο 44ο κεφάλαιο.
Γεια σου Ντέιβιντ! Ωραίο στυλ! Καθαρές φορολογικές δηλώσεις με μικρά γράμματα σε ευθεία στοίχιση.
Η μητέρα της Τόνι κλέβει το φορτηγάκι. Στο κομμάτια και αυτή η ζωή για δρόμος.
Φαντάζομαι πως οι επαρχιακοί δρόμοι στην Αμερική είναι διαφορετικοί από την επαρχιακή οδό Αθηνών Λαμίας.
Ένα κράκερ και ένα ρολό κουζίνας. Ποια είναι η γνώμη σας για την σεξουαλικότητα κ. Ντρίνιον;
Στο βιβλίο αναφέρεται ένα αναμμένο τσιγάρο More, ένα τζούντμποξ Wurlitzer 412-C, δύο φλιπεράκια, ένα ποδοσφαιράκι, ένα εναέριο χόκεϊ, ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη, η γαλακτοβιομηχανία Jolly Holly, η UNICEF, ένα άγριο κοκκινόμαλλο μωρό, ο Λυκούργος Βασιλείου, οι επιστολές του Λόρδου Τσέστερφιλντ προς τον γιο του.
– Και τελικά ποια είναι η άποψή σου για την φορολογία Ντέιβιντ;
– Οι πλούσια να δίνουν τα πολλά και οι φτωχοί καθόλου.
– Ας περάσουμε σε μερικά πλάνα από το σώμα σου. Καλύπτει όλο το βιβλίο.
μισή βουτιά
Ήρθε πρώτη και έβγαλε τα μάτια της στο νερό. Πτυσσόμενο τραπέζι και μπύρες στο ψυγείο. Μπήκε μέχρι τη μέση. Κρύο. Βγήκε να δει το κινητό της. 9:13. Ίσως να περιμένω, είπε. Και ξάπλωσε στην πετσέτα. Που να’ ναι μάνα μου;. Την χτύπησε στο νεφρό η ερώτηση. Ωχ έκανε και γύρισε απ’ την άλλη. Πέρα μακριά το χοτέλ Άμμος και δύο φίατ πούντο παρκαρισμένα πιο κοντά. Τι μου ‘ρθε πάλι; Έσφιξε τα μάτια της να πονάνε.Πρέπει να σταματήσω τα τσιγάρα. Καίγομαι.Ο ήλιος απλωνόταν στα ζελεδάκια. Έκαιγαν τα κορμάκια τους. Ήταν τα χρωματιστά αρκουδάκια. Η μάνα μου, πάλι και πάλι. Είδε δύο γέρους να μπαίνουν με τα σωσίβια. Μπλε κιμωλίες, νεύρα αρχαία, αποθηκευμένα στα μπούτια και τα χέρια τους. Τελευταία φορά ήταν… Ένας ναυαγοσώστης χαιρέτησε και ανέβηκε στο μέρος του. Μισοχαμογέλασε. Άνοιξε μία μπύρα. ” Λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια.” Ατάκα διαφήμισης. Μπροστά στην τηλεόραση η μάνα της καπνίζει. Αυτό θυμάται. Και τα λαδωμένα μαλλιά, το πουλόβερ Ιούλιο μήνα, τα Παλ Μαλ να γεμίζουν στάχτες. Είχε ένα τετράδιο που έγραφε “λάμψη και χαρά για όλη σας την οικογένεια”. Το άφησε στον καναπέ. Στο αποτύπωμα του κώλου της. Όταν έφυγε με μια βαλίτσα εσώρουχα, βιβλία. Η θάλασσα είχε πέτρες στα βαθιά. Ψάρια με μακρύ πρόσωπο. Θα’ ναι κάπου κοντά στο νερό, είπε. Κοίταξε τον ήλιο στο φως του. Είδε μαύρο. Μπήκε μέσα, βουτιά με το κεφάλι. Εμφανίζεται η μάνα της κρατώντας το αντηλιακό.Βγες έξω θα πνιγείς.
αυτά που δεν λέω γιατί ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα που δεν βλέπω τα χέρια μου
αγαπημένες μου
βλέπω σκοτάδι και φως, φως και σκοτάδι, όταν κατεβαίνω με το ασανσέρ, στις ευθείες που φτιάχνονται ανάμεσα στην πόρτα και στον διάδρομο των ορόφων που αφήνονται πίσω μου, ίδιοι με τις αλλαγές των εποχών. Περνάω τόσο κοντά αλλά ποτέ δεν είμαι μαζί τους. Οι άνθρωποι γυρνάνε στη θέση τους κι εγώ δεν προλαβαίνω να τους μιλήσω ή έστω να γράψω μία φράση στο χαρτάκι που έχουν ξεχασμένο στην πίσω τσέπη, στο μπουφάν. Συναντιόμαστε, μα οι εξελίξεις είναι τόσο επείγουσες που δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι νιώθουν πέρα από την αγωνία να προβλεφθεί ένα μέλλον γεμάτο τρύπες και καινούρια μέιλ. Όταν μοιραζόμαστε ένα μπισκότο, όταν τοποθετούμε την καρέκλα μας δίπλα στην άλλη, όταν αγαπάμε μία τρίχα που πέφτει στο πρόσωπο και το χωρίζει στη μέση, τότε φως και σκοτάδι, σκοτάδι και φως. Υπάρχει μία γραμμή του κόσμου που θα παραμείνει για πάντα άγνωστη. Ένα στοιχείο που δεν θα συμπληρωθεί στην εικόνα που αντιγράφουν τα μάτια μου. Οι άνθρωποι προχωράνε μπροστά από το κείμενο και ο χρόνος μου αρκεί μόνο για να καταγράψω το μήκος των παντελονιών τους και την τελευταία συγκινητική τους εμπειρία. Ίσως να είναι αρκετό, ίσως όμως και να επιστρέφει σε μένα μία αίσθηση. Η μητέρα μου προχωρά μέσα στο πλήθος και εγώ δεν την βλέπω πια. Τώρα είμαι ανίκανη να μιλήσω, να περπατήσω, να απολαύσω τον χρόνο που με μεγαλώνει. Δεν είμαι παιδί, δεν είμαι ενήλικη και τα χέρια μου τρίβονται στα παπλώματα και στις λέξεις που συνοδεύουν το σκοτάδι και το φως, το φως και το σκοτάδι. Ξεκίνησα να σας μιλάω γιατί φαντάστηκα μία νύχτα, όπου θα πω καθετί που σκέφτομαι και θα με αγαπήσετε χωρίς κανένα φόβο. Τώρα νιώθω πως αυτή η φαντασίωση απομακρύνεται από την καρδιά μου και ζητά έξοδο μέσα στον ύπνο. Ο χρόνος είναι τόσο γρήγορος που όταν του λέω «σταμάτα», εκείνος αφαιρεί τα χέρια μου. Τα χέρια μου υπάρχουν ως ανάμνηση, ως το κομμάτι εκείνο που εξέχει από το σώμα αποζητώντας να ξαναζήσει την πρώτη αγκαλιά, από την αρχή μέχρι το τέλος της κοινωνίας, για πάντα.
με ένα κομμάτι που είναι δικό σου
πήγε και έκατσε και έστρωσε στο χώμα ένα τούλι και περίμενε, κοιτούσε μέσα από τα κλαδιά και τις σκιές, κοιτούσε να δει αν έρχεται και δρόσιζε το τούλι, έπαιρνε υγρασία και νερό από τα μάτια της και μίκραινε και έκλαιγε πιο πολύ, ώσπου το τούλι έγινε ελάχιστο, ύφασμα κούκλας, και γέμισε το φόρεμα κι ο κόσμος της λάσπη και σκουλήκια της άνοιξης και το κρουασάν της το έφαγαν τα μυρμήγκια και το φως έπεσε από την άλλη μεριά του δάσους και βάφτηκε μολύβι ο ουρανός και εκείνη έπινε από τα μάγουλα το φόβο της και άκουγε μήπως αναγνωρίσει τα βήματα και λίγο κοιμόταν πάνω στον ώμο της και πεταγόταν από το σύρσιμο μιας σαύρας και το μακρινό μουρμούρισμα των φύλλων και ήρθε η επόμενη μέρα κι εκείνη σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια και τα χέρια της να πάρουν αίμα και στάθηκε κάτω από μια ακτίνα και ζεστάθηκε λίγο και είπε: καλά είναι κι έτσι, μία ομάδα ανθρώπων προσπάθησε να την πλησιάσει, μα ήταν όλα τα πρόσωπα τόσο φοβισμένα και χλωμά που άφησαν το λάπτοπ που κρατούσαν και έτρεξαν μακριά και εκείνη δεν φώναξε παρά μόνο άνοιξε το λάπτοπ να στείλει μήνυμα σε αυτούς που την είχαν αφήσει μόνη και είδε πως το κεφάλι και τα μάγουλα δεν ήτανε σωστά και άνοιξε την κάμερα και είδε πως το κεφάλι της δεν ήταν το δικό της, ήταν το κεφάλι ενός λύκου με τρίχωμα και μάτια γυαλισμένα ,είχαν λίγο αίμα στο πλάι στα λευκά και κοίταζε και κοίταζε να βρει πως της το είχαν ράψει και τίποτα δεν έβρισκε και έγραψε ιστορίες στο λάπτοπ που έλεγαν για επιστήμονες και πειράματα με λύκους και ανθρώπους και έτσι δεν έκλαιγε και βρήκε μία καλύβα που την έκανε σπίτι και χάιδευε το νέο της κεφάλι χαρούμενη πια που έγραφε για το τι σημαίνει να είσαι παιδί που τώρα μεγαλώνει.
το πάρτυ
σήκωσε το τηλέφωνο ανεβαίνοντας τις σκάλες για τον τρίτο. Τις έπεσαν από τις σακούλες του σούπερ μάρκετ ένας στιγμιαίος καφές και μία εξάδα αβγά. Φώναξε από μέσα της, δεν ήθελε να ξυπνήσει την γιαγιά στον πρώτο με τον καρκίνο του εντέρου, πάτησε το κουμπί και είπε ευγενικά «Παρακαλώ». Η φωνή από την άλλη άκρη την κάλεσε σε πάρτυ, το Σάββατο. «Εντάξει. Θα έρθω.» είπε και καθάρισε με υγρό πανάκι τον κρόκο του αβγού από το τουίντ παντελόνι της. Συνέχισε τη δουλειά από το σπίτι και παρήγγειλε κινέζικο. Σκέφτηκε την πιθανότητα να υιοθετήσει μία ακόμα γάτα και κοιμήθηκε με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά. Ονειρεύτηκε ότι την κυνηγάνε, αλλά αυτή τρέχει αργά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της. Την πλησιάζουν και όταν την ακουμπάνε στον ώμο, ξυπνάει. Το Σάββατο ετοιμαζόταν από τις τέσσερις το μεσημέρι. Έκανε πρόβα την μισή της ντουλάπα και αφιέρωσε χρόνο σε βιντεάκια με τίτλο “cat eye for dummies”. Βάφτηκε, έγινε χάλια, ξεπλύθηκε με ζεστό νερό και ξαναβάφτηκε. Κάλεσε ταξί. Ήξερε από πριν ότι θα πιει πολύ και θα χορέψει. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και έτσι, ανέβηκε κατευθείαν στον πέμπτο έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε σε μία τεράστια αίθουσα. Τα φώτα ήταν κίτρινα, ζεστά και έπεφταν πάνω της. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς. «Μπορεί να ήρθα νωρίς» σκέφτηκε και πήγε στα παράθυρα να δει πότε θα φτάσουν οι καλεσμένοι. Από μέσα της σκηνοθετούσε τους διαλόγους με τους ανθρώπους που θα γνώριζε « Έχετε πάει στην Ισλανδία; Ναι, ζω σε ένα μικρό διαμέρισμα, η ερμηνεία σας στον ρόλο του Λίαμ ήταν ανατριχιαστική, σας ακούω, μοιάζει ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας.» Γελούσε με τα αστεία που θα της έλεγαν και προχωρούσε τις ιστορίες μέχρι τις βαθιές εξομολογήσεις, τους έρωτες, τα παιδιά, τους θανάτους. Άνοιξε το μπουκάλι του κρασιού που είχε μαζί της και άρχισε να πίνει. Από το κινητό της έβαλε μουσική. Προχώρησε στο κέντρο της αίθουσας και χόρεψε. Χόρευε προς όλες τις κατευθύνσεις πέφτοντας στους τοίχους και τα πατώματα. Το φόρεμά της είχε γεμίσει λεκέδες από κρασί, τα μάτια της είχαν γκριζωπούς κύκλους eyeliner, το νύχι του μικρού της δαχτύλου ήταν σπασμένο. Κοίταξε για τελευταία φορά. Κανείς δεν ερχόταν. Με μεγάλη δυσκολία σήκωσε το σώμα της ψηλά και το άφησε να πέσει με το βάρος του στη γη. Η μουσική σταμάτησε και ακούστηκε ηχητικό μήνυμα «Σε προσκαλώ στο πάρτυ που θα κάνω το Σάββατο 30 Ιανουαρίου στην οδό Εύας Πάλμερ 46 στον πέμπτο όροφο .» Το μήνυμα είχε την δικιά της φωνή. Ήταν το ίδιο μήνυμα που άκουσε στις σκάλες, το μήνυμα που την προσκάλεσε σε αυτό το φανταστικό πάρτυ. Όταν τη Δευτέρα την βρήκανε νεκρή δεν πέρασε από τον νου κανενός πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία, αλλά για ένα ασυνήθιστο ατύχημα. Μία αλλεργική αντίδραση στο eyeliner σε συνδυασμό με το αλκοόλ που της έφραξε την αναπνοή, καθώς ονειρευόταν για πρώτη φορά πως τρέχει πιο γρήγορα από τους διώκτες της.
ένας χορευτής
σήμερα κρεμάται επί/ αφήγηση/ είναι μικρός και άχαρος/ συνηθισμένος/ δεν ξέρει να χορεύει/ είναι ο άνθρωπος που δεν είναι η Τρίσα Μπράουν/ είναι οργανωτικός/ αποτυγχάνει να τελειώσει/ κρεμάται επί φασκομηλιάς στο χωριό/ στο χωράφι/ ζυγίζει το βάρος του/ η αγελάδα τον κοιτά/ φτύνει στον ουρανό/ φτύνει την μπάλα από χορτάρι κι άχυρο/ οργασμός εν αναμονή/ το φαγητό θα έπρεπε/ ο κάδος με τα άπλυτα ξεχειλισμένος/ ένα βουνό που κηδεύει το παράθυρο/ είναι μόνος και πολλαπλασιάζεται/ λάτρης του βαδίσματος/ ακόμα ανίκανος στα δύο πόδια/ κρεμάται επί αετώματος/ επιθυμεί να φτιάξει τη σωματική του κατάσταση/ γήρας και αποδοκιμασία/ πιρούνια, μαχαίρια, κουτάλια/όργανα συντήρησης/ ένα μουσικό κουτί έπεσε στο αυτοκίνητο/ είναι καλός οδηγός/ παίρνει από λόγια/ μεταμορφώνεται/ είναι ξύλινος / δίνει φιλιά που φτάνουν μακριά/ στην οικογένεια/ απέκτησε παιδιά και σχέση με την πραγματικότητα;/ ξέρει να μαζεύει το μέλι απ’ τα μελίσσια/ είναι παρατηρητικός/ ξεχνάει να πάρει τα παπούτσια του από το μπαλκόνι/ κρεμάται επί κονταριού ομπρέλας/ αφήνει γράμματα στην μητέρα/ τα ονομάζει «γράμματα στην μητέρα»/ επέστρεψε και έφυγε/ για να γυρίσει πάλι/ είναι κουρασμένος/ αφηγείται μία απλή ιστορία/ ένας γιος που είναι και μια κόρη αφήνει το σπίτι για να ζήσει την περιπέτεια/ γυρνάει τον γαλαξία/ το μυαλό του είναι ένα κόμπος στο χτένι/ είναι ευαίσθητος/ είναι κολπικός σαν ηθοποιός/ τρώει πατατάκια/ τεντώνεται στο κρεβάτι του / μένει σε υπόγειο/ γάτες και σκύλους/ ευτυχώς, όχι ποντίκια/ κρεμάται επί μονόζυγου σε πάρκο/ τρέξιμο με τεχνική/ δεν ξέρει ακόμα να χορεύει/ βλέπει/ η Σουζάνε Λίνκε με το άσπρο της νυχτικό/ κρεμάται επί διαφημιστικής πινακίδας/ τα πόδια του γεμάτα κοψίματα απ΄ το ξυράφι/ του λείπει η χάρη/ είναι παράλογος/ θυμάται το νερό να ξεπλένει πιάτα/ κρύβεται/ φοβάται/ «αγαπημένη μου μητέρα θέλω να σε δω»/ χωρίς παραλήπτη/ροζ χαρτί/ φτιάχνει οριγκάμι/ είναι άχαρος/ ξέρει να μαγειρεύει;/ εγκαταλείπει αυτό το μέρος/ μένει πάνω στη θάλασσα/ βελτιώνει το βάδισμά του/ κάνει γιόγκα/ ο πυρήνας έχει χρώμα δαμασκηνί/ εκείνος πιστεύει πως αγαπά/ είναι ικανοποιητικός/ κρεμάται επί του προσωπικού/ δίνει ονόματα πια/ ακουμπάει το χώμα της γλάστρας/ η μητέρα του αρρωσταίνει/ τον καλούν να της συμπαρασταθεί/ παπούτσια κυπαρισσί με κορδόνια/ φτάνει αργά/ δεν τον αναγνωρίζουν/ τα σχήματα του σώματος/ ο χρόνος που πυροβολεί το μάτι του απαλά/ «εσύ είσαι; είσαι εσύ;» τον ρωτά και πεθαίνει/ αντανακλαστικά απαντά «εγώ»/ μία κότα τριγυρίζει στην αυλή/ συγγενείς από καιρό νεκροί/ πίνει καφέ/ είναι αδύναμος/ τα φύλλα πέφτουν/ μία γυναίκα σκουπίζει προσεκτικά/ κρεμάται επί μνήμης/ κινεί το χέρι και το πόδι του προς άλλες κατευθύνσεις/ η καρδιά του πάει μαζί/ επιτέλους χορεύει
μπορώ να θυμάμαι ένα ζευγάρι παπούτσια Πέμπτη απόγευμα
σε δύο πρόβες τίποτα, το κείμενο λέει ,κοιτάξτε με, όλες οι λέξεις λένε, κοιτάξτε με, μπορώ να το κάνω, μπορώ να πω αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ ακριβώς και μπορώ να τα αλλάζω, μπορώ να θυμάμαι ένα ζευγάρι παπούτσια Πέμπτη απόγευμα , ενώ το μάτι που παρακολουθεί πιστεύει πως μιλάω για θάνατο, ενώ εγώ πραγματικά μιλάω για τα παπούτσια, τα παπούτσια της είχαν μία αγκράφα που έδενε πάνω από το μετατάρσιο, ήταν φαρδιά εκεί που συνήθως βρίσκονται τα δάχτυλα και κάλυπταν ένα κοκαλάκι που μοιάζει με πλανήτη και λέγεται αστράγαλος. Ή τα παπούτσια στέκονταν πίσω από την πόρτα. Γεμάτα λάσπη και χτυπημένα στην φτέρνα, μύριζαν ιδρώτα και πόδι με πληγές και πύον. Το φως πάνω στο δέρμα τους άλλαζε. Στο δωμάτιο υπήρχαν άνθρωποι, άνθρωποι που περπατούσαν και χειρονομούσαν και μιλούσαν για το τέλος της σχέσης. Πώς θα παίξουμε; Πώς θα μάθουμε τα λόγια; Ο χαρακτήρας μας είναι ένας; και τα παπούτσια άκουγαν γνωρίζοντας πως κάποιος θα τα επαναφέρει στη μνήμη του και θα μιλήσει για αυτά. Θυμάμαι τον χρόνο που το κείμενο παραμένει ενιαίο και τον χρόνο που εγώ το κομματιάζω υποθέτοντας πως τα πρόσωπα μπορούν να εννοούν κάτι άλλο, γιατί τα πρόσωπα μπορούν να μιλάνε άσκοπα, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να σχετίζονται με την κίνηση ενός στήθους ή το σπάσιμο ενός νυχιού και η λέξη «άγχος» ή « κρίμα» να είναι περιττές. Και το νόημα να υπάρχει στην ακινησία πριν το: σε παρακαλώ/ μην με αφήσεις/ θα πεθάνω/ θα πέσω από το παράθυρο/ θα βγω με βρεγμένα μαλλιά στο δάσος/ θα καλέσω τις μάγισσες/ θα θυσιαστώ/ θα κάψω το σπίτι μου/ θα ρίξω την φρυγανιέρα μέσα στο λουτρό μου/ θα δω τι κρύβει το δέρμα μου από κάτω/ θα τρώω καλεσμένη σε φίλους μέχρι να σκάσω/ θα πίνω στα μπαρ μέχρι να πνιγώ από τον εμετό μου/θα κρυφτώ στην ντουλάπα σου/ θα γίνω φάντασμα/ θα σε τρομάξω μέχρι θανάτου. Και τα παπούτσια στις δύο πρόβες γίνονται νεσεσέρ και βάζα και μωρά, καθώς το κείμενο λέει κοιτάξτε με, δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να αλλάξω, ο λαιμός μου έχει στραβώσει από τις αναγνώσεις, κρυώνω, θέλω να κοιμηθώ, το μάτι σου είναι μέσα μου όταν πλένω τα δόντια, όταν η σιαγόνα μου είναι σφιγμένη, σε ξέρω όσο με κοιτάς. Περιμένεις τον ήχο που βγαίνει απ’ το στόμα μου και σε οδηγεί στη θάλασσα, τον ήχο που σε οδηγεί ξυπόλητο σε μία δράση πτώσης ή περιπλάνησης.
και λέει ότι μπορεί να σκέφτεται τους τρόπους του θανάτου
και λέει περπατώντας: θα πεθάνω από απροσεξία. Κάποιο μεσημέρι θα περάσω το δρόμο, χωρίς το σπάσιμο του λαιμού στα δεξιά και τότε θα γίνω άλλη στις ρόδες διερχόμενων οχημάτων. Ή θα ξεχάσω το θερμοσίφωνο ανοιχτό για 214 συνεχόμενες μέρες και αυτό θα σκάσει. Το παλιό μου σπίτι έτοιμο να καταστραφεί ολοσχερώς. Μία ώρα φτάνει για να μασήσει όλη τη σειρά Παγκοσμίου Θεάτρου της Δωδώνης. Στον θάνατο έτοιμο με τη Μεταφυσική του Μοσχαριού στα δόντια. Νεκρική ακαμψία, το σπίτι βγαίνει στην πόλη. Και περπατώντας λέει: θα πεθάνω προσπαθώντας να αποφύγω παλιούς συμμαθητές και να κρύψω μία σοκοφρέτα στο παλτό μου περνώντας μπροστά από απορριμματοφόρα την ώρα που επιταχύνουν. Άλλη εκδοχή περιέχει ένα κορίτσι να με σταματά ζητώντας μου οδηγίες. Πού είναι η παραλία και πού τα κάστρα; Αυτό το κορίτσι είναι ίδιο η Courtney Love και έχει έρθει για να με παρασύρει στην τρίτη σφαίρα, όπου τα ζώα δεν έγιναν ποτέ ανθρώπινα και έκλεισαν τον θεό στον κορμό ενός κοκοφοίνικα.Τα κλαδιά με πλάκωσαν, όταν με πήρε ο ύπνος στη σκιά του.Ήμουν λαγός. Τώρα απόμεινα ψάρι. Και λέει περπατώντας: θα πεθάνω αφού έχω απαντήσει σωστά σε όλες τις ερωτήσεις και όταν η επιτροπή δηλώσει πως έχει ακόμα μία, που αυτή και μόνο αυτή θα είναι η τελευταία, καθετί θα γίνει θάνατος. Η ερώτηση σκάει σαν κύματα στα αφτιά μου, κύματα που δεν σημαίνουν νερό ή καλοκαίρι, αλλά μία ακατανόητη ηχητική παρήχηση. Κουνάω το κεφάλι αρνητικά και σωριάζομαι δίπλα στα φαγκότα. Πεθαίνω από ανεύρυσμα ή ντροπή, ίσες δυνάμεις. Και περπατώντας λέει: θα πεθάνω βγαίνοντας νύχτα να βρω την αδερφή μου μετά τη δουλειά σκύβοντας να βγάλω μία απόδειξη ή ένα κομμάτι οδοντογλυφίδας από το παπούτσι μου που είναι μαύρο και σκισμένο στο μικρό δάχτυλο. Η μυρωδιά του με ζαλίζει και έτσι χτυπάω τον αυχένα στο τσιμέντο, που αποκτά το χρώμα: λιωμένα βατόμουρα.Και λέει πως θα συμβεί το ένα ή το άλλο και θα πεθάνει απρόσεκτα και άδοξα και άδικα. Και λέει πως εν τέλει κάτι θα συμβεί , γιατί κάπως όλα πια συμβαίνουν.Και λέει πως συμβαίνουν, γιατί πρέπει με ένα τρόπο να τελειώνουν. Ή με δύο ή με τρεις ή με ογδόντα πέντε να επαναλαμβάνονται. Όπως τα ρεφρέν που τα ακούς και τα τραγουδάς και αυτά πεθαίνουν επειδή γλιστράνε απαλά. Και λέει :Gimme danger/Gimme sorrow/Gimme heat/Gimme grime/Gimme, gimme everything/Coming, gimme from behind και σταματά να δει την ώρα στο κινητό της.
ο τρόπος να προχωράς περιγράφοντας και ο τρόπος να τελειώνεις αφήνοντάς τα πράγματα να συμβούν
Ένας τρόπος να προχωράς και ένας τρόπος να τελειώνεις. Το βιβλίο που αποστήθισες από ανία. Ο χυμός πορτοκάλι στο ψυγείο και το κρεβάτι γεμάτο άμμο και αλάτι. Στο πεδίο της όρασης: πράσινος λόφος με τριόροφο ξενοδοχείο. Θα το περιγράφαμε: νοτιοανατολικό συγκρότημα του οικισμού σε παλ ροζ. Διαθέτει θέσεις πάρκινγκ και ιταλικό εστιατόριο. Διαμένουν Βούλγαροι και Σέρβοι τουρίστες. Επιλέγονται βάσει της ικανότητάς τους να αρέσκονται στα απλά, καθημερινά πράγματα. Αγαπούν πολύ το χρώμα της ντοματοσαλάτας και τη μυρωδιά που ξύνει την μύτη τους. Αγαπούν τους τοίχους,τα κομοδίνα,τους διαδρόμους, τα αγάλματα της θεάς υγείας και την σκοτεινότητα της καμπύλης που προσφέρει ο λόφος. Ένας τρόπος να προχωράς και ένας τρόπος να τελειώνεις. Το τσιγαρόχαρτο που γλιστρά απ’ την τσέπη. Ο σχηματισμός μίας ομάδας ανθρώπων με κοινό σκοπό και η διάλυση αυτού, κάθε φορά που κάποιο κεφάλι βουτάει στη θάλασσα. Αλλαγή θέσης της εικόνας: από την εξωτερική περιφέρεια φαίνεται ένας κολπίσκος και το κρανίο μίας κατσίκας. Με αργό και βασανιστικό τρόπο. Με συνεχόμενο πόνο λόγω λάθος υπολογισμό.Ο λάθος υπολογισμός: πόσο μικρό είναι το άνοιγμα του φράχτη// τόσο μικρό// μικρούλι// δεν χωρά// το κεφάλι// χλόη// δεν φτάνει// στη βοσκή// χτυπιέται// να μπει// επιτυχία//να βγει// προσπάθεια// δύναμη// στα πλαϊνά// τα μάτια εξογκωμένα// το λευκό γυαλίζει// γλιστράει η πείνα// το στομάχι κοντά στην καρδιά// ανάσα ακριβή// πληρωμή δεν ολοκληρώθηκε. Ένας τρόπος να προχωράς και ένας τρόπος να τελειώνεις. Το πιάτο που έτριβες από επιμονή. Η διαδικασία της πέψης και η απομάκρυνση της σούπας από το χείλος του στόματος. Εκεί που συντονίζεται το βλέμμα: η Παλόμα ξεκουμπώνει την μπαρέτα απ’ τα παπούτσια. Είναι κουρασμένη. Κοιτάει το ρολόϊ. Το ρολόϊ υπήρχε στην κουζίνα απ’ την προηγούμενη ενοικιάστρια, όπως η ντουλάπα και δύο κατσαρόλες εμαγιέ. Τα φρύδια της είναι σηκωμένα. Η βροχή κατευθυνόταν πλάγια. Το πρόσωπο της είναι υγρό. Και τα παπούτσια της είναι υγρά. Σκέφτεται πως κάπου μέσα της κατοικεί μία θάλασσα. Χαίρεται και λυπάται μαζί. Κάποιους μήνες πριν βρήκε το φλασάκι με τα βίντεο των διακοπών. Τώρα το βάζει στο λάπτοπ. Σκουπίζει το πρόσωπό της. Αφήνει την πετσέτα πάνω στο ποντίκι. Ένας τρόπος να προχωράς και ένας τρόπος να τελειώνεις. Το βίντεο δείχνει το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του λόφου. Η μαμά βγάζει τις πετσέτες από το πορτμπαγκάζ. Τα πόδια της γαλάζιες φλέβες,τα πόδια της κοντά, τα πόδια της λακκούβες κρέας. Η Παλόμα κουβαλά το κρανίο της κατσίκας. Η μαμά πλησιάζει. Το βίντεο σταματά στον ήχο της σφαλιάρας. Μπροστά// προχώρα//στοπ// τελείωνε.