βγήκαν τα μάτια μου
από την πλάτη
κοιμήθηκαν
επέστρεψαν νύχτα
με έναν χυμό πορτοκάλι
και ελαφρύ κόκκινο
αίσθημα
που ήταν το παλιό αίμα
αυτό που έχασα
στις πτώσεις με το ποδήλατο
και στις πέτρες
έξω από το χωριό
πιες μού είπανε
και ήρθε
μυρωδιά πριν από εννιά χρόνια
την πρώτη φορά
που στάθηκε
και ανέλυσε μορφή και ρούχα
αρχαία ως είμαι
και κακοφτιαγμένη στις αρνήσεις
το έβαλα μέσα
και ήπια μια γουλιά
έτσι, τυφλώθηκα δια παντός
και έχασα τα ονόματα
που κρατούσα
ως δώρο
για το παιδί μου
φορτωμένη πια
με την ανάγκη
να καταλαβαίνω νοήματα
στραβά,κοφτά στις λέξεις

αυτά που δεν λέω γιατί ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα που δεν βλέπω τα χέρια μου

αγαπημένες μου

βλέπω σκοτάδι και φως, φως και σκοτάδι, όταν κατεβαίνω με το ασανσέρ, στις ευθείες που φτιάχνονται ανάμεσα στην πόρτα και στον διάδρομο των ορόφων που αφήνονται πίσω μου, ίδιοι με τις αλλαγές των εποχών. Περνάω τόσο κοντά αλλά ποτέ δεν είμαι μαζί τους. Οι άνθρωποι γυρνάνε στη θέση τους κι εγώ δεν προλαβαίνω να τους μιλήσω ή έστω να γράψω μία φράση στο χαρτάκι που έχουν ξεχασμένο στην πίσω τσέπη, στο μπουφάν. Συναντιόμαστε, μα οι εξελίξεις είναι τόσο επείγουσες που δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι νιώθουν πέρα από την αγωνία να προβλεφθεί ένα μέλλον γεμάτο τρύπες και καινούρια μέιλ. Όταν μοιραζόμαστε ένα μπισκότο, όταν τοποθετούμε την καρέκλα μας δίπλα στην άλλη, όταν αγαπάμε μία τρίχα που πέφτει στο πρόσωπο και το χωρίζει στη μέση, τότε φως και σκοτάδι, σκοτάδι και φως. Υπάρχει μία γραμμή του κόσμου που θα παραμείνει για πάντα άγνωστη. Ένα στοιχείο που δεν θα συμπληρωθεί στην εικόνα που αντιγράφουν τα μάτια μου. Οι άνθρωποι προχωράνε μπροστά από το κείμενο και ο χρόνος μου αρκεί μόνο για να καταγράψω το μήκος των παντελονιών τους και την τελευταία συγκινητική τους εμπειρία. Ίσως να είναι αρκετό, ίσως όμως και να επιστρέφει σε μένα μία αίσθηση. Η μητέρα μου προχωρά μέσα στο πλήθος και εγώ δεν την βλέπω πια. Τώρα είμαι ανίκανη να μιλήσω, να περπατήσω, να απολαύσω τον χρόνο που με μεγαλώνει. Δεν είμαι παιδί, δεν είμαι ενήλικη και τα χέρια μου τρίβονται στα παπλώματα και στις λέξεις που συνοδεύουν το σκοτάδι και το φως, το φως και το σκοτάδι. Ξεκίνησα να σας μιλάω γιατί φαντάστηκα μία νύχτα, όπου θα πω καθετί που σκέφτομαι και θα με αγαπήσετε χωρίς κανένα φόβο. Τώρα νιώθω πως αυτή η φαντασίωση απομακρύνεται από την καρδιά μου και ζητά έξοδο μέσα στον ύπνο. Ο χρόνος είναι τόσο γρήγορος που όταν του λέω «σταμάτα», εκείνος αφαιρεί τα χέρια μου. Τα χέρια μου υπάρχουν ως ανάμνηση, ως το κομμάτι εκείνο που εξέχει από το σώμα αποζητώντας να ξαναζήσει την πρώτη αγκαλιά, από την αρχή μέχρι το τέλος της κοινωνίας, για πάντα.

με ένα κομμάτι που είναι δικό σου

πήγε και έκατσε και έστρωσε στο χώμα ένα τούλι και περίμενε, κοιτούσε μέσα από τα κλαδιά και τις σκιές, κοιτούσε να δει αν έρχεται και δρόσιζε το τούλι, έπαιρνε υγρασία και νερό από τα μάτια της και μίκραινε και έκλαιγε πιο πολύ, ώσπου το τούλι έγινε ελάχιστο, ύφασμα κούκλας, και γέμισε το φόρεμα κι ο κόσμος της λάσπη και σκουλήκια της άνοιξης και το κρουασάν της το έφαγαν τα μυρμήγκια και το φως έπεσε από την άλλη μεριά του δάσους και βάφτηκε μολύβι ο ουρανός και εκείνη έπινε από τα μάγουλα το φόβο της και άκουγε μήπως αναγνωρίσει τα βήματα και λίγο κοιμόταν πάνω στον ώμο της και πεταγόταν από το σύρσιμο μιας σαύρας και το μακρινό μουρμούρισμα των φύλλων και ήρθε η επόμενη μέρα κι εκείνη σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια και τα χέρια της να πάρουν αίμα και στάθηκε κάτω από μια ακτίνα και ζεστάθηκε λίγο και είπε: καλά είναι κι έτσι, μία ομάδα ανθρώπων προσπάθησε να την πλησιάσει, μα ήταν όλα τα πρόσωπα τόσο φοβισμένα και χλωμά που άφησαν το λάπτοπ που κρατούσαν και έτρεξαν μακριά και εκείνη δεν φώναξε παρά μόνο άνοιξε το λάπτοπ να στείλει μήνυμα σε αυτούς που την είχαν αφήσει μόνη και είδε πως το κεφάλι και τα μάγουλα δεν ήτανε σωστά και άνοιξε την κάμερα και είδε πως το κεφάλι της δεν ήταν το δικό της, ήταν το κεφάλι ενός λύκου με τρίχωμα και μάτια γυαλισμένα ,είχαν λίγο αίμα στο πλάι στα λευκά και κοίταζε και κοίταζε να βρει πως της το είχαν ράψει και τίποτα δεν έβρισκε και έγραψε ιστορίες στο λάπτοπ που έλεγαν για επιστήμονες και πειράματα με λύκους και ανθρώπους και έτσι δεν έκλαιγε και βρήκε μία καλύβα που την έκανε σπίτι και χάιδευε το νέο της κεφάλι χαρούμενη πια που έγραφε για το τι σημαίνει να είσαι παιδί που τώρα μεγαλώνει.

το πάρτυ

σήκωσε το τηλέφωνο ανεβαίνοντας τις σκάλες για τον τρίτο. Τις έπεσαν από τις σακούλες του σούπερ μάρκετ ένας στιγμιαίος καφές και μία εξάδα αβγά. Φώναξε από μέσα της, δεν ήθελε να ξυπνήσει την γιαγιά στον πρώτο με τον καρκίνο του εντέρου, πάτησε το κουμπί και είπε ευγενικά «Παρακαλώ». Η φωνή από την άλλη άκρη την κάλεσε σε πάρτυ, το Σάββατο. «Εντάξει. Θα έρθω.» είπε και καθάρισε με υγρό πανάκι τον κρόκο του αβγού από το τουίντ παντελόνι της. Συνέχισε τη δουλειά από το σπίτι και παρήγγειλε κινέζικο. Σκέφτηκε την πιθανότητα να υιοθετήσει μία ακόμα γάτα και κοιμήθηκε με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά. Ονειρεύτηκε ότι την κυνηγάνε, αλλά αυτή τρέχει αργά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της. Την πλησιάζουν και όταν την ακουμπάνε στον ώμο, ξυπνάει. Το Σάββατο ετοιμαζόταν από τις τέσσερις το μεσημέρι. Έκανε πρόβα την μισή της ντουλάπα και αφιέρωσε χρόνο σε βιντεάκια με τίτλο “cat eye for dummies”. Βάφτηκε, έγινε χάλια, ξεπλύθηκε με ζεστό νερό και ξαναβάφτηκε. Κάλεσε ταξί. Ήξερε από πριν ότι θα πιει πολύ και θα χορέψει. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και έτσι, ανέβηκε κατευθείαν στον πέμπτο έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε σε μία τεράστια αίθουσα. Τα φώτα ήταν κίτρινα, ζεστά και έπεφταν πάνω της. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς. «Μπορεί να ήρθα νωρίς» σκέφτηκε και πήγε στα παράθυρα να δει πότε θα φτάσουν οι καλεσμένοι. Από μέσα της σκηνοθετούσε τους διαλόγους με τους ανθρώπους που θα γνώριζε « Έχετε πάει στην Ισλανδία; Ναι, ζω σε ένα μικρό διαμέρισμα, η ερμηνεία σας στον ρόλο του Λίαμ ήταν ανατριχιαστική, σας ακούω, μοιάζει ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας.» Γελούσε με τα αστεία που θα της έλεγαν και προχωρούσε τις ιστορίες μέχρι τις βαθιές εξομολογήσεις, τους έρωτες, τα παιδιά, τους θανάτους. Άνοιξε το μπουκάλι του κρασιού που είχε μαζί της και άρχισε να πίνει. Από το κινητό της έβαλε μουσική. Προχώρησε στο κέντρο της αίθουσας και χόρεψε. Χόρευε προς όλες τις κατευθύνσεις πέφτοντας στους τοίχους και τα πατώματα. Το φόρεμά της είχε γεμίσει λεκέδες από κρασί, τα μάτια της είχαν γκριζωπούς κύκλους eyeliner, το νύχι του μικρού της δαχτύλου ήταν σπασμένο. Κοίταξε για τελευταία φορά. Κανείς δεν ερχόταν. Με μεγάλη δυσκολία σήκωσε το σώμα της ψηλά και το άφησε να πέσει με το βάρος του στη γη. Η μουσική σταμάτησε και ακούστηκε ηχητικό μήνυμα «Σε προσκαλώ στο πάρτυ που θα κάνω το Σάββατο 30 Ιανουαρίου στην οδό Εύας Πάλμερ 46 στον πέμπτο όροφο .» Το μήνυμα είχε την δικιά της φωνή. Ήταν το ίδιο μήνυμα που άκουσε στις σκάλες, το μήνυμα που την προσκάλεσε σε αυτό το φανταστικό πάρτυ. Όταν τη Δευτέρα την βρήκανε νεκρή δεν πέρασε από τον νου κανενός πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία, αλλά για ένα ασυνήθιστο ατύχημα. Μία αλλεργική αντίδραση στο eyeliner σε συνδυασμό με το αλκοόλ που της έφραξε την αναπνοή, καθώς ονειρευόταν για πρώτη φορά πως τρέχει πιο γρήγορα από τους διώκτες της.

ένας χορευτής

σήμερα κρεμάται επί/ αφήγηση/ είναι μικρός και άχαρος/ συνηθισμένος/ δεν ξέρει να χορεύει/ είναι ο άνθρωπος που δεν είναι η Τρίσα Μπράουν/ είναι οργανωτικός/ αποτυγχάνει να τελειώσει/ κρεμάται επί φασκομηλιάς στο χωριό/ στο χωράφι/ ζυγίζει το βάρος του/ η αγελάδα τον κοιτά/ φτύνει στον ουρανό/ φτύνει την μπάλα από χορτάρι κι άχυρο/ οργασμός εν αναμονή/ το φαγητό θα έπρεπε/ ο κάδος με τα άπλυτα ξεχειλισμένος/ ένα βουνό που κηδεύει το παράθυρο/ είναι μόνος και πολλαπλασιάζεται/ λάτρης του βαδίσματος/ ακόμα ανίκανος στα δύο πόδια/ κρεμάται επί αετώματος/ επιθυμεί να φτιάξει τη σωματική του κατάσταση/ γήρας και αποδοκιμασία/ πιρούνια, μαχαίρια, κουτάλια/όργανα συντήρησης/ ένα μουσικό κουτί έπεσε στο αυτοκίνητο/ είναι καλός οδηγός/ παίρνει από λόγια/ μεταμορφώνεται/ είναι ξύλινος / δίνει φιλιά που φτάνουν μακριά/ στην οικογένεια/ απέκτησε παιδιά και σχέση με την πραγματικότητα;/ ξέρει να μαζεύει το μέλι απ’ τα μελίσσια/ είναι παρατηρητικός/ ξεχνάει να πάρει τα παπούτσια του από το μπαλκόνι/ κρεμάται επί κονταριού ομπρέλας/ αφήνει γράμματα στην μητέρα/ τα ονομάζει «γράμματα στην μητέρα»/ επέστρεψε και έφυγε/ για να γυρίσει πάλι/ είναι κουρασμένος/ αφηγείται μία απλή ιστορία/ ένας γιος που είναι και μια κόρη αφήνει το σπίτι για να ζήσει την περιπέτεια/ γυρνάει τον γαλαξία/ το μυαλό του είναι ένα κόμπος στο χτένι/ είναι ευαίσθητος/ είναι κολπικός σαν ηθοποιός/ τρώει πατατάκια/ τεντώνεται στο κρεβάτι του / μένει σε υπόγειο/ γάτες και σκύλους/ ευτυχώς, όχι ποντίκια/ κρεμάται επί μονόζυγου σε πάρκο/ τρέξιμο με τεχνική/ δεν ξέρει ακόμα να χορεύει/ βλέπει/ η Σουζάνε Λίνκε με το άσπρο της νυχτικό/ κρεμάται επί διαφημιστικής πινακίδας/ τα πόδια του γεμάτα κοψίματα απ΄ το ξυράφι/ του λείπει η χάρη/ είναι παράλογος/ θυμάται το νερό να ξεπλένει πιάτα/ κρύβεται/ φοβάται/ «αγαπημένη μου μητέρα θέλω να σε δω»/ χωρίς παραλήπτη/ροζ χαρτί/ φτιάχνει οριγκάμι/ είναι άχαρος/ ξέρει να μαγειρεύει;/ εγκαταλείπει αυτό το μέρος/ μένει πάνω στη θάλασσα/ βελτιώνει το βάδισμά του/ κάνει γιόγκα/ ο πυρήνας έχει χρώμα δαμασκηνί/ εκείνος πιστεύει πως αγαπά/ είναι ικανοποιητικός/ κρεμάται επί του προσωπικού/ δίνει ονόματα πια/ ακουμπάει το χώμα της γλάστρας/ η μητέρα του αρρωσταίνει/ τον καλούν να της συμπαρασταθεί/ παπούτσια κυπαρισσί με κορδόνια/ φτάνει αργά/ δεν τον αναγνωρίζουν/ τα σχήματα του σώματος/ ο χρόνος που πυροβολεί το μάτι του απαλά/ «εσύ είσαι; είσαι εσύ;» τον ρωτά και πεθαίνει/ αντανακλαστικά απαντά «εγώ»/ μία κότα τριγυρίζει στην αυλή/ συγγενείς από καιρό νεκροί/ πίνει καφέ/ είναι αδύναμος/ τα φύλλα πέφτουν/ μία γυναίκα σκουπίζει προσεκτικά/ κρεμάται επί μνήμης/ κινεί το χέρι και το πόδι του προς άλλες κατευθύνσεις/ η καρδιά του πάει μαζί/ επιτέλους χορεύει

και τώρα εγώ που/ μέσα σε σπίτι / που

και τώρα εγώ που
μέσα σε σπίτι
που

καιρός για επαναλήψεις
πρόσεχε όταν
αρχή πρότασης και τέλος

ενδιαμέσως του σχήματος
μία μύτη, ένα μπράτσο, μία πλάτη

μπορεί να αφαιρεθεί από τον κατάλογο
παραλία και ουζάκι
καλοκαίρι που φοράει εαυτό

ο κ. Γκλουκ από παιδί ήδη γέρος
θυμάται σώμα γυναίκας με σουβενίρ
πολεμικά αεροσκάφη με πάστα αμυγδάλου
ένα μπλε με καράβι και πανί
ίσως όχι

από μνήμης φτιαχτά
το σπίτι που
μέσα σε ποδόγυρο και πένθος

τρύπα τακουνιού
σκουλήκι στο χώμα
η δική του ουρά

βγαίνει από τα κάτω
σπίτι που
σέρνει εμένα σέρνεται
το ακανθώδες κύτταρο

ιός χρωματιστό ύφασμα
αναπαραγωγή
σχήμα
ανάπαυση
μέσα σε θάνατο
σπίτι που

(εγώ οργανώνω επιτήδειες αρχές)

μπορώ να θυμάμαι ένα ζευγάρι παπούτσια Πέμπτη απόγευμα

σε δύο πρόβες τίποτα, το κείμενο λέει ,κοιτάξτε με, όλες οι λέξεις λένε, κοιτάξτε με, μπορώ να το κάνω, μπορώ να πω αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ ακριβώς και μπορώ να τα αλλάζω, μπορώ να θυμάμαι ένα ζευγάρι παπούτσια Πέμπτη απόγευμα , ενώ το μάτι που παρακολουθεί πιστεύει πως μιλάω για θάνατο, ενώ εγώ πραγματικά μιλάω για τα παπούτσια, τα παπούτσια της είχαν μία αγκράφα που έδενε πάνω από το μετατάρσιο, ήταν φαρδιά εκεί που συνήθως βρίσκονται τα δάχτυλα και κάλυπταν ένα κοκαλάκι που μοιάζει με πλανήτη και λέγεται αστράγαλος. Ή τα παπούτσια στέκονταν πίσω από την πόρτα. Γεμάτα λάσπη και χτυπημένα στην φτέρνα, μύριζαν ιδρώτα και πόδι με πληγές και πύον. Το φως πάνω στο δέρμα τους άλλαζε. Στο δωμάτιο υπήρχαν άνθρωποι, άνθρωποι που περπατούσαν και χειρονομούσαν και μιλούσαν για το τέλος της σχέσης. Πώς θα παίξουμε; Πώς θα μάθουμε τα λόγια; Ο χαρακτήρας μας είναι ένας; και τα παπούτσια άκουγαν γνωρίζοντας πως κάποιος θα τα επαναφέρει στη μνήμη του και θα μιλήσει για αυτά. Θυμάμαι τον χρόνο που το κείμενο παραμένει ενιαίο και τον χρόνο που εγώ το κομματιάζω υποθέτοντας πως τα πρόσωπα μπορούν να εννοούν κάτι άλλο, γιατί τα πρόσωπα μπορούν να μιλάνε άσκοπα, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να σχετίζονται με την κίνηση ενός στήθους ή το σπάσιμο ενός νυχιού και η λέξη «άγχος» ή « κρίμα» να είναι περιττές. Και το νόημα να υπάρχει στην ακινησία πριν το: σε παρακαλώ/ μην με αφήσεις/ θα πεθάνω/ θα πέσω από το παράθυρο/ θα βγω με βρεγμένα μαλλιά στο δάσος/ θα καλέσω τις μάγισσες/ θα θυσιαστώ/ θα κάψω το σπίτι μου/ θα ρίξω την φρυγανιέρα μέσα στο λουτρό μου/ θα δω τι κρύβει το δέρμα μου από κάτω/ θα τρώω καλεσμένη σε φίλους μέχρι να σκάσω/ θα πίνω στα μπαρ μέχρι να πνιγώ από τον εμετό μου/θα κρυφτώ στην ντουλάπα σου/ θα γίνω φάντασμα/ θα σε τρομάξω μέχρι θανάτου. Και τα παπούτσια στις δύο πρόβες γίνονται νεσεσέρ και βάζα και μωρά, καθώς το κείμενο λέει κοιτάξτε με, δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να αλλάξω, ο λαιμός μου έχει στραβώσει από τις αναγνώσεις, κρυώνω, θέλω να κοιμηθώ, το μάτι σου είναι μέσα μου όταν πλένω τα δόντια, όταν η σιαγόνα μου είναι σφιγμένη, σε ξέρω όσο με κοιτάς. Περιμένεις τον ήχο που βγαίνει απ’ το στόμα μου και σε οδηγεί στη θάλασσα, τον ήχο που σε οδηγεί ξυπόλητο σε μία δράση πτώσης ή περιπλάνησης.

picture relate

Παλαιοπωλείο. Ξύλινη κατασκευή με πλαστικές καρέκλες στην είσοδο. Πίνακες, κάδρα και φωτογραφίες στοιβαγμένες σε κουτιά με το σήμα της adidas. Μία έφηβη πλησιάζει στο ταμείο κρατώντας μία φωτογραφία. Πίσω από τον πάγκο ένας μεσήλικας με λίγα μαλλιά και ριγέ πουκάμισο. Ακούει μουσική από το κινητό του.

– Μαργαρίτες;
– Χαμομήλια
– Πόσο;
– Δεν καταλαβαίνω.
– Ενδιαφέρομαι. Για αγορά.
– Είναι απλώς μία εικόνα.
– Φαίνονται τα χρώματα και το τοπίο. Αυτοί οι δύο;
– Παλιοί. Του 1995.
– Γέροι, δηλαδή.
– Άσχετοι με το κεντρικό θέμα.
– Φαίνονται χαρούμενοι.
– Είναι σε εκδρομή.
– Θα ήθελα να δω την μύτη, τα μάτια, τα μαλλιά τους.
– Μπορείς να φανταστείς.
– Βαριέμαι.
– Υπάρχουν κι άλλες φωτογραφίες στο σωρό.
– Έχουν πολλά φώτα.
– Κατάλαβα.
– Τι;
– Σου αρέσει η φύση.
– (χαμογελά) Εμένα;
– Δεν είναι κακό.
– Χρειάζομαι μια αλλαγή.

Ακούγεται κορνάρισμα λεωφορείου από μακριά. Ο άνδρας κλείνει τη μουσική και κοιτάει έξω.

– Το λεωφορείο σου φεύγει.
– Δεν ήρθα με το λεωφορείο.
– Θα την πάρεις τελικά;
– Θέλω να μάθω κάτι περισσότερο για αυτήν.
– Είναι ερασιτεχνική λήψη.
– Και αυτοί οι δύο;
– Θα έλεγα νέοι, τότε. Ίσως στην ηλικία σου.
– Αυτοί σού την πούλησαν;
– Αν θυμόμουν θα την είχα κρατήσει για μένα.
– Τι άκουγες;
– Έναν πεθαμένο.
– Ποιον;
– Τιμ Σμιθ.
– Κρίμα.
– Τον ξέρεις;
– Όχι.
– Ήταν σε ένα συγκρότημα τους cardiacs. Πέθανε από καρδιακή προσβολή.
– Αλήθεια;
– Ναι.
– Περίεργο. ( κοιτά τη φωτογραφία) Τι λες για αυτούς τους δύο;
– Ίσως οικογένεια ή φίλοι.
– Ίσως να έχουν πεθάνει από καρδιά.

Γελάνε και οι δύο. Ο άνδρας κοιτά την παλάμη του κοριτσιού. Έχει ένα βαθύ κόψιμο.

– Τι έπαθες;
– Άνοιξα λάθος την κονσέρβα. Μαγείρευα.
– Έχω επίδεσμο κάπου.

Ανοίγει το συρτάρι και ξετυλίγει τον επίδεσμο.

– Μπορώ να σου το δέσω εγώ, αν θέλεις.

Το κορίτσι απλώνει το χέρι.

– Δεν είσαι από εδώ, έτσι;
– Ήρθα για διακοπές με τη μητέρα μου.
– Δεν έχει πολλά πράγματα να κάνεις.
– Δεν με ενοχλεί.
– Ασχολείσαι;
– Ε;
– Τραβάς φωτογραφίες;
– Καμιά φορά.
– Εγώ παλιά ήμουν φωτογράφος.
– Το 1995;
– Ναι. Νομίζω, δηλαδή.
– Σου αρέσει αυτή η φωτογραφία;
– Δεν ξέρω. Μου αρέσουν τα λουλούδια.
– Αυτοί οι δύο υποθέτω πως είναι όμορφοι.
– Σίγουρα όχι πια.
– Αγοράζεις; Έχω κάποιες φωτογραφίες μαζί μου.
– Δικές σου;
– Ναι.

Το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και βγάζει λίγες φωτογραφίες. Τις δίνει στον άνδρα και εκείνος τις κοιτά μία μία.

– Είναι ιδιαίτερες.
– Σου αρέσουν;
– Δεν ξέρω.
– Δώσ’τες μου τότε.
– Περίμενε. Τι είναι αυτό; ( της δείχνει μία φωτογραφία)
– Η μητέρα μου. Το αφτί, το μάγουλο και το δεξί της μάτι.
– Το φως είναι ροζ.
– Φούξια.
– Ναι, φούξια.
– 10 ευρώ.
– Πώς;
– Στην πουλάω για 10 ευρώ.
– Τι λες για ανταλλαγή;
– Σύμφωνοι, αλλά θα με αφήσεις να σε βγάλω μία φωτογραφία.
Εδώ, μαζί με τον πάγκο και τα πράγματα.
– Θα σου χαλάσω την εικόνα. Είμαι άσχημος.
– Όχι, απλώς γέρος.
– Εντάξει μικρή. ( στήνεται) Πώς να είμαι;

Το κορίτσι βγάζει την φωτογραφική της μηχανή.

– Όπως είσαι. Ένα βήμα πιο πίσω. Ωραία. Κράτα και την φωτογραφία.
-Ποια;
-Την φούξια με τη μαμά.
-( την κρατά με τα χέρια του στο στήθος) Έτσι;
– Όχι. Κράτα την με τα δόντια σου.

Ο άνδρας την κρατά με τα δόντια.

– Τέλειος είσαι.

Το κορίτσι τραβά την φωτογραφία.

– Σε ευχαριστώ.
– Θα μου την δείξεις;
– Όταν ξαναέρθω.

Ο άνδρας της δίνει τη φωτογραφία με τα λουλούδια.
– Δική σου.
– Χρειάζομαι ένα στυλό.

Ο άνδρας της δίνει το στυλό. Το κορίτσι γράφει πίσω από την εικόνα “ Μαμά και μπαμπάς νέοι σε εκδρομή στην φύση”. Ο άνδρας το βλέπει και κοιτάζει το κορίτσι. Πάει να μιλήσει, μα δεν λέει τίποτα. Παίζει με το πρώτο κουμπί του πουκάμισού του.
Το κορίτσι τού χαμογελά.

– Φεύγω. Μην ανησυχείς. Θα έρθω να σου δείξω την φωτογραφία σου.

Το κορίτσι φεύγει τρέχοντας. Ο άνδρας πληκτρολογεί στο google “how to relate to a daughter that you never had?” . Λέει τη φράση και την επαναλαμβάνει μόνος του πολλές φορές.

και λέει ότι μπορεί να σκέφτεται τους τρόπους του θανάτου

και λέει περπατώντας: θα πεθάνω από απροσεξία. Κάποιο μεσημέρι θα περάσω το δρόμο, χωρίς το σπάσιμο του λαιμού στα δεξιά και τότε θα γίνω άλλη στις ρόδες διερχόμενων οχημάτων. Ή θα ξεχάσω το θερμοσίφωνο ανοιχτό για 214 συνεχόμενες μέρες και αυτό θα σκάσει. Το παλιό μου σπίτι έτοιμο να καταστραφεί ολοσχερώς. Μία ώρα φτάνει για να μασήσει όλη τη σειρά Παγκοσμίου Θεάτρου της Δωδώνης. Στον θάνατο έτοιμο με τη Μεταφυσική του Μοσχαριού στα δόντια. Νεκρική ακαμψία, το σπίτι βγαίνει στην πόλη. Και περπατώντας λέει: θα πεθάνω προσπαθώντας να αποφύγω παλιούς συμμαθητές και να κρύψω μία σοκοφρέτα στο παλτό μου περνώντας μπροστά από απορριμματοφόρα την ώρα που επιταχύνουν. Άλλη εκδοχή περιέχει ένα κορίτσι να με σταματά ζητώντας μου οδηγίες. Πού είναι η παραλία και πού τα κάστρα; Αυτό το κορίτσι είναι ίδιο η Courtney Love και έχει έρθει για να με παρασύρει στην τρίτη σφαίρα, όπου τα ζώα δεν έγιναν ποτέ ανθρώπινα και έκλεισαν τον θεό στον κορμό ενός κοκοφοίνικα.Τα κλαδιά με πλάκωσαν, όταν με πήρε ο ύπνος στη σκιά του.Ήμουν λαγός. Τώρα απόμεινα ψάρι. Και λέει περπατώντας: θα πεθάνω αφού έχω απαντήσει σωστά σε όλες τις ερωτήσεις και όταν η επιτροπή δηλώσει πως έχει ακόμα μία, που αυτή και μόνο αυτή θα είναι η τελευταία, καθετί θα γίνει θάνατος. Η ερώτηση σκάει σαν κύματα στα αφτιά μου, κύματα που δεν σημαίνουν νερό ή καλοκαίρι, αλλά μία ακατανόητη ηχητική παρήχηση. Κουνάω το κεφάλι αρνητικά και σωριάζομαι δίπλα στα φαγκότα. Πεθαίνω από ανεύρυσμα ή ντροπή, ίσες δυνάμεις. Και περπατώντας λέει: θα πεθάνω βγαίνοντας νύχτα να βρω την αδερφή μου μετά τη δουλειά σκύβοντας να βγάλω μία απόδειξη ή ένα κομμάτι οδοντογλυφίδας από το παπούτσι μου που είναι μαύρο και σκισμένο στο μικρό δάχτυλο. Η μυρωδιά του με ζαλίζει και έτσι χτυπάω τον αυχένα στο τσιμέντο, που αποκτά το χρώμα: λιωμένα βατόμουρα.Και λέει πως θα συμβεί το ένα ή το άλλο και θα πεθάνει απρόσεκτα και άδοξα και άδικα. Και λέει πως εν τέλει κάτι θα συμβεί , γιατί κάπως όλα πια συμβαίνουν.Και λέει πως συμβαίνουν, γιατί πρέπει με ένα τρόπο να τελειώνουν. Ή με δύο ή με τρεις ή με ογδόντα πέντε να επαναλαμβάνονται. Όπως τα ρεφρέν που τα ακούς και τα τραγουδάς και αυτά πεθαίνουν επειδή γλιστράνε απαλά. Και λέει :Gimme danger/Gimme sorrow/Gimme heat/Gimme grime/Gimme, gimme everything/Coming, gimme from behind και σταματά να δει την ώρα στο κινητό της.

τι λέει από μέσα , τι λέει από έξω αυτή που εμφανίζεται χάριν της συνέχειας

μέσα
σε α
μέσα σε α πα
μέσα σε α και πα και α
καρδούλες
μηνύματα και λερωμένα
σκεύη
η άφιξή της οργανώνει την πρώτη πράξη
ασχολούμαστε με το πώς κατάφερε να αγοράσει
αυτά τα αθλητικά παπούτσια με τα φοινικόδεντρα
δουλεύοντας χωρίς ασφάλεια στο κρουαζιερόπλοιο
έπεται απάντηση σε σι ή ρε / πρόταση με δύο ρήματα/
που προωθεί την εξέλιξη της ιστορίας
ο Fra Angelico ολοκλήρωσε το 1445 ( ναι/ίσως/όχι)
τον Ευαγγελισμό
ο Αρχάγγελος και η Μαντόνα κρατούν τα χέρια τους σφιχτά πάνω/μέσα/πιέζοντας ( σ)το στομάχι
εκείνη την εποχή το νερό ήταν ακάθαρτο προκαλώντας συχνά γαστρεντερίτιδα και άλλες παθήσεις του στομάχου
η αναμονή στο σαλόνι
καφές ή τσάι , κουλούρι με ζάχαρη και κανέλα
περισσότεροι οι λευκοί κόκκοι
“θα δεχτώ” λέει και τρώει
“θα δεχτώ” λέει και ήδη στο χαλί υπάρχουν ψίχουλα
“θα δεχτώ” λέει και σχεδιάζει φτερά
στον Ευαγγελισμό ο ζωγράφος σχεδιάζει φτερά
που μοιάζουν μηχανικά
άκαμπτα στην τέχνη των ουρανών
ο κοιμητήριος ξενώνας
ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο και λαμπάκι μισοφέγγαρο
φως λευκό, αριθμός μαξιλαριών: 2
με την τεχνική του fresco το δωμάτιο φαίνεται κοντά και μακριά
ο κήπος τροπικός και μέρος ενός δάσους
μόνη τραγουδά α και α πα και α πα α
αύριο θα ζητήσει φύλλα χρυσού να καλύψει το ταβάνι
και τα αθλητικά της θα βάλει για πλύσιμο
η μυρωδιά από την κουζίνα
υπολείμματα και προσμίξεις χημικών
χαίρεται που είναι εδώ
χαίρεται που συνεχίζει την ιστορία
χαίρεται που θα παίξει με αυτούς τους τεχνίτες μοναχούς
αρκούν για πρώτη ύλη