Φοράει μια νυχτικιά με νυχτολούλουδα, χυτή. Είναι κρεμασμένη από τα πράσινα κάγκελα του πρώτου ορόφου. Η πολυκατοικία περνάει αρρώστιες. Σκουριές και μούχλες και ούτε ένα ελεβέιτορ για την ευκολία. Έχει τρίχες στο πηγούνι και χαμογελά. Μιλάει μια γλώσσα που δεν ξέρω και μόνο ένα “ Άσ’τα κάτω απ’ την πόρτα” καταλαβαίνω. Η γλώσσα της μ’ αρέσει περισσότερο απ’ τη δικιά μου. Έχει πατήματα, οι λέξεις της έχουν σκοτούρες. Να κάτι που ταιριάζει στα ανθρώπινα. Κρεμιέται απ’ τα κάγκελα να με εμποδίσει “ Ασ’ τα κάτω απ’ την πόρτα”. Χαμογελάει πολύ. Οι τρίχες της νυχτερινές. Είναι σα μικρό παιδί. Με εμπιστεύεται όσο με βλέπει. Από κει κι έπειτα θυμάται ζεστό γάλα κι ένα ραδιόφωνο να παίζει Δαλιδά, σταχτοδοχεία των πενήντα τσιγάρων, γάμους , κηδείες και το ταξίδι για την πράσινη πολυκατοικία στον Αγ. Παύλο. Την ακούω να μαλώνει με το γιο. Στέκεται δίπλα απ’ τα πλαστικά λουλούδια και φοράει ένα λερωμένο απ’ τον ασβέστη φούτερ. Τα υλικά φτιάχνουν ατμόσφαιρα, φτιάχνουν και προϊόντα. Ετοιμάζεται να φύγει κι εκείνη του φωνάζει ίσως για το φαγητό, ίσως για τα ρούχα, ίσως για χρήματα. Ίσως να του λέει “ τι στο διάολο θα κάνω μέσα σ’ αυτή τη μούχλα; Εγώ θέλω να παίξω. Μη δουλεύεις.” Και ο γιος τρώει το τοστ που έφτιαξε το παιδί- μαμά τινάζοντας τα ψίχουλα δίπλα στις πλαστικές μαργαρίτες για να κάνει ένα γκαπ κλαπ την πόρτα πίσω του δηλώνοντας το εργασιακό καθήκον. Το ταξίδι για την πράσινη πολυκατοικία κράτησε οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες. Ήταν φθινόπωρο και κανείς δεν είχε δουλειά. Το γάλα είχε λήξει και τρέφονταν με νυχτολούλουδα και ασβέστη. Αυτή η πρώτη γεύση έφτιαξε την ενηλικίωση με γρήγορα τεχνάσματα. “ Σ’ αγαπώ- Θα φύγω”.