υπάρχει μία ανολοκλήρωτη καύση για αυτές που βρέχουν
τα αθλητικά τους στα δημόσια ουρητήρια, μία προσδοκία
να με συναντήσεις αυθόρμητα στο χωριό της Σαχίλ και να με ρωτήσεις για τις μετρήσεις του βάλτου ή το τριακοστό μου παιδί, να σκεφτείς τον πιο έξυπνο τρόπο να σχετιστούμε με ένα γαμήσι ή μία κούπα τσάι,ίσως, σταματήσεις για αναπνοή όταν εκφέρεις το όνομά μου για δείχνοντας πως είσαι αφηρημένος, ανήσυχος, απλουστευτικός, μεγάλη συμφορά να έχουμε πράσινα μαλλιά και λευκές βλεφαρίδες κι ούτε ένα σπίτι στην εξοχή κοντά στη θάλασσα που όλοι την αγαπούν κι έτσι κι εμείς κι εμείς θα έπρεπε να την αγαπούμε γιατί μυρίζει αλάτι κι όχι ξύδι κι έχει χρώμα ψυχρό της λογικής και του εικοστού αιώνα και εσύ να θέλεις να στρίψουμε στην πλατεία για να χαθεί το πλήθος κι όμως το πλήθος που νομίζαμε πως μας θλίβει δεν υπήρξε ποτέ και μόνο τρία μισογκρεμισμένα σπίτια κι ένα ποτάμι και η Σαχίλ ο τάφος της Σαχίλ να σκιάζει την αποχώρηση μιας δεκοχτούρας που θα φύγει σύντομα για το επόμενο χωριό στο υποθετικό της πλήθος στην υποθετική διάσταση μίας τρυφερής συνύπαρξης θα μπορούσες να κάνεις πως δε με είδες κοιτώντας την κολώνα που παίζει σε λούπα σκηνές με παιδικά αντικείμενα και κοινωνικά τραύματα ή να μασήσεις καπνό απ’ το δοχείο και να μεταφερθείς σε μετατεχνολογικό καθεστώς όπου τα χωράφια έχουν αντικατασταθεί από πισίνες γεννήτριες χαπιών μα επέμενες να αρχίσεις την καύση και να κινηματογραφήσεις τα δημόσια ουρητήρια που είναι όλος αυτός ο κόσμος, ο κόσμος μας και να βρεις τα ονόματα της πρώτης εταιρίας που έκανε δώρο ένα δεύτερο ζευγάρι αθλητικά σε όποια κατάφερνε να τρέξει δέκα χιλιόμετρα ντυμένη με πλαστικά, τώρα πρέπει να διπλώσουμε σε σύγχυση τις άκρες του λεπτού χαρτιού και να θυμηθούμε τη Σαχίλ που κάποτε διηγήθηκε με περίσσιες λεπτομέρειες σώματα που φοβήθηκαν και σώματα που κυριάρχησαν και κάποια περιστατικά ανυπακοής, καταγράφοντάς τα σε βαζάκια ιδιωτικού σάλιου των 330 ml, για να κολλούν σύμβολα και δείκτες στην ανολοκλήρωτη ούρηση των ποδιών