να γράψω για την Σουσάνα Σαν Χουάν που έζησε μία εβδομάδα στην Fuerteventura. Κυνηγημένη απ’ τον γιο της και χρησιμοποιημένη απ’ τον πατέρα της, φορώντας λευκό τούλι, έχοντας τα μαλλιά σε κοτσίδες, κουβαλώντας ένα πόδι φοβισμένο απ’ το περπάτημα. Την σκόνη έπαιρνε και τη φυσούσε στη μύτη των ονηλατών. Να γράψω για τη Σουσάνα που αγαπούσε την αλυσίδα με το ρόδο στο λαιμό της και έθαβε τα τρόφιμα στην άμμο. “ Να τα βρουν οι σκορπιοί και τα σκουλήκια. Να φάνε , να φάνε , να μην με ενοχλούν. Γιατί έχω τους νεκρούς στην κοιλιά μου. Δεν πρέπει να ξυπνήσουν , πρέπει να είναι χαρούμενοι και χαρούμενοι είναι μόνο κοιμισμένοι. Δεν θέλω φαγητό. Ένα άλογο θέλω να τους χαρίσω για παιχνίδι. Να κόψω την χαίτη, να πιω τα ούρα του και να του μάθω πως πρέπει να πηδάει το φράχτη για να μπαίνει στο όνειρο.” είπε η Σουσάνα και η Fuerteventura της έστειλε ένα άλογο. Το άλογο που είχε σκοτώσει τον Μιγέλ και έτρεχε φάντασμα με σπασμένα πόδια. Το πήρε και το τάισε με μπιμπερό και στις μεγάλες ζέστες το πάντρεψε με την Χουανίτα. Φοβόταν μη ξυπνήσουν οι νεκροί και δεν προλάβει να τους πάει το παιχνίδι. Όμως η Χουανίτα ερωτεύτηκε το άλογο και με βότανο δηλητηρίασε την Σουσάνα. Να γράψω για την Σουσάνα Σαν Χουάν που ταξίδεψε πριν τον ύπνο της και γνώρισε την Άννα που εγώ καλώ Θεοδώρα ένα πρωινό με αέρα και βροχή που η σκόνη σηκωνόταν και έφτιαχνε σπίτια όπως εκείνα τα πρώτα των ανθρώπων, εφήμερα και λασπωμένα. Και η Θεοδώρα της ξεγέννησε τους νεκρούς και της έδωσε να φάει σπόρους και αμύγδαλα. Η Σουσάνα ξέρασε το δηλητήριο , το έκανε πηλό και
έφτιαξε μία μάσκα που είχε μέσα τα όνειρα της Θεοδώρας. Όνειρα που θα έβλεπε σε πολλά χρόνια και είχαν τόση γνώση που θα μπορούσαν να της δώσουν εξουσία, αγάπη και υστεροφημία. Η Θεοδώρα είπε ύστερα, πως από αυτή τη μάσκα θυμόταν μόνο τις εικόνες των αλόγων. Άλογα λευκά, διάφανα, τρίποδα, νεκρά. Άλογα που πετούσαν στον ουρανό ή έσκαβαν τη γη. Άλογα που κρέμονταν από βυζιά και άλογα -πορτραίτα κρεμασμένα σε σαλόνια. Άλογα που κοιτούσαν τον ορίζοντα και άλογα με νούμερα κλεισμένα στα κοντέινερ του τσίρκου. Να γράψω για τη Σουσάνα που δεν μπορούσε να πεθάνει. Όταν κάποιος Χουάν κατέγραψε το θάνατό της, παρέλειψε να περιγράψει την κηδεία. Στον τάφο έβαλαν ένα σκιάχτρο ντυμένο τα ρούχα της. Ο Πέδρο έκαψε τα άλογα ,μήπως μπορέσει να πιάσει τον ύπνο πριν τον θάνατο. Το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, ολόκληρο ή σε κομμάτια.