Στη Μύρινα, στα lidl. Νευρική και φορτωμένη. Τρεις εξάδες, μπύρες, μπισκότα. Δεν βρίσκω μαϊντανό και ταμπλέτες πλυντηρίου,γαμώτο. Η απόφαση να πάμε στον ΑΒ. Έχει ζέστη και ο ήλιος είναι ψηλά. Η ώρα είναι δεκατρείς και σαράντα ένα πρώτα λεπτά.
Ήδη στη θάλασσα. Θα έπρεπε να είμαι ήδη στη θάλασσα. Γυρίσαμε να πάρουμε δύο συσκευασίες νεκταρίνια. Το αυτοκίνητο είναι προστατευμένο κάτω από το υπόστεγο. Ένα άλογο μοιράζει τα κόπρανά του στον κόσμο. Εμείς δενόμαστε στις θέσεις που μας ταιριάζουν και αυτό είναι κάτι εξαιρετικό. ” Θα κατέβω μόνος αν δεν το έχεις.” λέει. Θέλω να μπω στο νερό και να δείξω σε όλους ότι μπορώ να γίνω ψάρι. Κόσμος και άλλος κόσμος που θα επισκεφτεί τη σπηλιά του Φιλοκτήτη και το αρχαιολογικό μουσείο. Τώρα ψωνίζει την πίστη του στις βασικές ανάγκες. Πείνα , δίψα , πείνα , δίψα, πείνα , δίψα > 0. Οι διάδρομοι δημιουργούν ένα ορθογώνιο με διάτρητη θέα από τα ταμεία και τον πάγκο των τυροκομικών. Μου λείπουν δύο πράγματα. Αγοράζω δύο ακόμα για να δικαιολογήσω τη διάρκεια. Ακούω: περάστε παρακαλώ από το ταμείο 1. Και το βλέπω. Υπάρχει. Ανάμεσα σε παραμύθια, tourists guides και ιστορίες μυστηρίου και βίας. Πίσω από την Enid Blyton, φαίνεται, αγγίζεται, ξεφυλίζεται. Το βιβλίο της Άλι που μου μαθαίνει πως να είμαι δύο. Το βιβλίο που ξεκινά με “Χο”. Το βιβλίο που ξεκινά κάθε πρόταση λίγο πιο αριστερά. Το βιβλίο που ξεκινά να παίζει βόλεϊ στο στομάχι μου. Και βρίσκω τη φράση ” Ωραία. Μ’ αρέσει μια ωραία πλάτη”. Ωραία , ωραία , ωραία, σκέφτομαι. Ωραία, ωραία, ωραία, λέω. Ωραία θα το πάρω. Ωραία που το έψαχνα και ωραία, ωραία που το βρήκα. Μμμ, ευχαριστώ. Μού φτιάξατε τη μέρα.