Πήρε στους ώμους της ένα παιδί και είπε «μέχρι αύριο εγώ με αυτό και μετά τέλος». Πήρε το πρόσωπό του και το έβαλε από την άλλη μεριά να μην ξυπνήσει και περπάτησε, ώσπου δεν άντεξε άλλο και άνοιξε το στόμα της και το στόμα της έβγαλε από μέσα το στομάχι που είχε τόσο παραμελημένο, άδειο, τρυφερό και πονεμένο. «Να φάω» είπε και δάγκωσε το μάγουλο του παιδιού που κοιμόταν. Αυτό ξύπνησε και έκλαψα, μα είδε το στομάχι και φοβήθηκε έπεσε πάλι για ύπνο, είχε έναν λεκέ από αίμα στη μπλούζα του. Και αυτή συνέχισε να προχωρά, μέχρι το πρωί είχε διορία, μέχρι να αλλάξει θέση η νύχτα με τη μέρα και να ξυπνήσουν οι άνθρωποι να βάλουν τα εργατικά τους, να πάνε να γιατρέψουν κοψίματα και άγχη, να καθαρίσουν ράφια και μυαλά, να γράψουν κώδικες και πρωτόκολλα ασφαλείας. Δεν έφτανε, πέρασε όλη την πόλη από τα μάτια της και πάλι δεν έφτανε και το παιδί με μαλλιά και λίγα ρούχα ήταν ήσυχο, ακουμπισμένο. Εκείνη το κοίταξε και κατάλαβε πως είναι ομορφιά, όπως οι εικόνες στον κινηματογράφο, «δικό μου, δικό μου αυτό και αυτό που μέσα του έχει και το ξεχνά» και είχε γίνει πια πρωί το φως. Ίσιωσε τα χέρια, την πλάτη, το λαιμό και είπε «εγώ ίσια θα πηγαίνω μέχρι να πέσω, είμαι δέντρο το μπορώ» και το παιδί έπεσε από τον ώμους και κύλησε και άνοιξε τα μάτια του και έφυγε μακριά στη θάλασσα, βαθιά και κάτω. Αυτή σταμάτησε απότομα, τη λέγανε Μαρία, ένιωσε το στομάχι της στο στόμα, ένιωσε τα υγρά που είχαν γεύση από αλάτι και τον ώμο της που πια δεν είχε βάρος. Η Μαρία σήκωσε το πουκάμισο και είχε μια φωτογραφία στη θέση που κάποτε υπήρχε το στομάχι, την πήρε και την κόλλησε στον ώμο ήταν το παιδί στη φωτογραφία, το παιδί κοιμισμένο ⸱ φάνηκε η τρύπα στο στομάχι, ένα ροδαλό κενό από σώμα. Η Μαρία συνέχισε να περπατά και όταν πείνασε δάγκωσε την φωτογραφία, το χαρτί, τα χημικά, την γονάτισαν έξω από ένα βιβλιοπωλείο. Η βιτρίνα αντανακλούσε τη μορφή και την φωτογραφία του κοιμώμενο παιδιού και από πίσω, όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει στη ζωή της. Το στομάχι της βγήκε έξω από το στόμα και ήσυχο διασπάστηκε. Η Μαρία είχε πια πεθάνει.