δίδυμες

είχε μία κόρη και άλλη μία που ήταν δίδυμη της πρώτης.Δεν είχε λεφτά για το νοίκι κι έτσι έμενε σ’ένα τροχόσπιτο στη λίμνη Κρέιτερ. Οι κούνιες έπλεαν στο νερό. Την τέταρτη μέρα βρήκε δουλειά στα Wendy’s. Στα Wendy’s θα δούλευε για τα επόμενα 37 χρόνια. Οι δίδυμες μεγάλωσαν και στο σχολείο αφέθηκαν στο κατ’εκτίμηση σινεμά.Λένε πως έπαιξαν σε ταινία τρόμου με τη Σέλι Ντουβάλ. Όταν πέρασε η ώρα που προοριζόταν να μείνουν με τη μητέρα τους είπαν ” Φεύγουμε για σπουδές”. Η πρώτη κοινωνιολογία και η δεύτερη μαθηματικά. Τις χαιρέτησε με χαρά και μία σατέν πιτζάμα. Πίσω της ξεπρόβαλε ένας άντρας παχύς και μεγάλος που ήταν εραστής και καθόλου πατέρας. Οι δίδυμες τον είδαν στην αντανάκλαση του διαχωριστικού, υπνοδωμάτιο με κουζίνα. Έπινε ένα χυμό Ocean Spray.Του έδειξαν συμπάθεια τεντώνοντας τον λαιμό τους προς τα πίσω. ” Εμείς δεν θα τον ξαναδούμε.” είπε η δεύτερη κι επανέλαβε η πρώτη.Περνούσαν καλά με τους νέους ανθρώπους που γνώριζαν. Οι νέοι τους φίλοι είχαν τις πιο ενδιαφέρουσες ζωές γεμάτες ανατροπές, λάθη, πτώσεις εταιρειών και χαμένους έρωτες. Εκείνα τα χρόνια είναι που άρχισε να ακούγεται η φήμη πως οι δίδυμες ήταν οι δίδυμες της γνωστής ταινίας.Οι ίδιες δεν το αρνήθηκαν ποτέ και σε λίγο το πίστεψαν με τον τρόπο που ορισμένοι δείχνουν πίστη στο μέλλον. Γνώρισαν εικόνες από κοντά και φαντάζονταν συχνά με άλλο τρόπο ό,τι είχαν ζήσει. Ντρέπονταν που είχαν μεγαλώσει και γι’ αυτό διάβαζαν, χόρευαν, ταξίδευαν και δοκίμαζαν ναρκωτικά με τους ακόμα πιο καινούριους και ακόμα πιο ιδιαίτερους φίλους τους. Ήταν πια πολύ αδύνατες, σήμα πως δεν ανήκαν καθόλου στο παρελθόν τους. Είχαν ένα σκύλο Ρόι και ένα χρυσόψαρο που έζησε 37 μέρες.Στο Μέισβιλ πέρασαν Σεπτέμβρη και Οκτώβρη και καθώς ακολουθούσαν τον αγαπημένο τους Κέβιν σε περιοδεία είδαν το ημερολόγιο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Είχαν περάσει ήδη οχτώ χρόνια και δεν την είχαν επισκεφτεί. Δύο κάρτες το χρόνο κι ένα τηλεφώνημα ” Είμαστε καλά, εσύ;”. Το ραδιόφωνο έπαιζε το true colours , τραγούδησαν “But I see your true colors /Shining through” και η δεύτερη είπε κάτι στο αφτί της πρώτης που δεν άκουσε κανείς. Στην έξοδο έστριψαν για τη λίμνη Κρέιτερ. Η μάνα τους φορούσε τη στολή της και ετοίμαζε το δείπνο.” Ο Λάρυ πέθανε.” είπε , έβγαλε τα πιάτα από το ντουλάπι και τις πρόσφερε φαΐ.

τεχνική

Το πιάνο παίζει μουσική
Ο πιανίστας παίζει μουσική
Η μουσική ηχογραφήθηκε
Για χρήση

Ανακατεύω το σήμα
Που αναλύθηκε σε νότα

Και βρίσκω πως
Αν κάνεις δύο αφτιά λαγού

Τα κορδόνια στέκονται
Δεμένα στη χορδή τους

αν δεν αγαπάς τα ρούχα σου, κάτι συνέβη σπίτι.

-ρόμπερτ φύγε από μπροστά μου.
– είναι νωρίς να πλύνω το αμάξι.
– είσαι ηλίθιος και λιώμα.
– δεν αντέχω να φοράω αυτό το πουκάμισο. Τα πουκάμισά μου δεν αρέσουν σε κανέναν.
-βγάλε λεφτά να πάρεις άλλα.
-σε παρακαλώ παράγγειλε μου ένα πουλόβερ, ένα πράσινο κυπαρισσί και δε θα σου ζητήσω τίποτα το σαββατοκύριακο. Θα μείνω μέσα και θα καθαρίσω τα φωτιστικά , θα βάλω και πλυντήρια.
– τα κάνω καλύτερα μόνη μου.
– είσαι σκληρή καμιά φορά. Δώσε μου κάτι.
– δε θέλω να είσαι όμορφος.
– φοράς τα καλύτερα ρούχα, απαλά , χρωματιστά και μάλλινα, ίσια διπλωμένα, ψεύτικα λες. Δώσε μου έστω ένα δικό σου φόρεμα.
-αυτό αποκλείεται. Δε γίνεται να εξηγώ συνέχεια. Ανήκεις στο σώμα σου και το σώμα σου στο σπίτι και το σπίτι σε μένα και γω θέλω να ντύνεσαι αγόρι κι άντρας και οι άντρες δε φορούν φορέματα.
– Η Τίζυ λέει πως είμαι κατοικίδιο , η Τίζυ λέει πως δεν είναι πια φίλη μου, η Τίζυ δε με φιλάει. Όλη μέρα με’χεις εδώ να περιφέρομαι και η μόνη χαρά που έχω είναι να τακτοποιώ την ντουλάπα. Οι μπλούζες πρώτο συρτάρι , τα παντελόνια διπλωμένα στις κρεμάστρες, τα εσώρουχα στη θήκη.
– ( χαιδεύεται πάνω απ’ το εσώρουχο) Ναι. Μου λείπουν τρία λευκά. Πες μου πού είναι;
– Διπλωμένα στη μέση και μετά γωνία με γωνία , πατημένα στο λάστιχο να χωρέσουν το ένα πάνω στο άλλο, να μην περισσεύει τίποτα. Το στρώμα σου είναι το πτώμα μου , αλλά έχω τα σεντόνια καθαρά.
– ( βγάζει τα ρούχα)τι όμορφος στο πρόσωπο…. Μόνο μελαγχολία
– δώσε μου…σε παρακαλώ
– δεν μπορείς να απαιτείς. συμφώνησες.
-( βγάζει το πουκάμισό του) είναι απαίσιο.
-σου έμαθα να ζεις μέσα στους ανθρώπους κι όχι ζώο κυνηγημένο που φοράει πέρλες ξημερώματα στις εθνικές και που πηδάει όποιον.
-μου είπες εδώ θα είνα ωραία ,θα είμαι εγώ , αλλά θα ζω όπως οι άλλοι. Αυτό το όπως οι άλλοι μου κόλλησε , έλεγα εγώ ναι μπορώ να πάω, μπορώ να ζήσω να φανώ όπως οι άλλοι…
-( παίρνει το πουκάμισο απ’ το πάτωμα το φοράει) κι αυτό σου έδωσα και θα πρεπε μέχρι το θάνατό σου να με ευχαριστείς.
– ποτέ. λάθος. όλα λάθος.
– εγώ σου βρήκα τη δουλειά.
– εκείνοι με μισούν.
– δες πόσο όμορφο δείχνει το πουκάμισο σε μένα.
– άσε με να πάω στην Τίζυ.
– ( τον πλησιάζει και βάζει το χέρι της μέσα από το παντέλόνι) ορίστε το λευκό μου εσώρουχο. Εσύ τα πήρες.
– μη, σε παρακαλώ.
– τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– η Τίζυ θα φύγει από την πόλη. Θα γυρίσω, στο υπόσχομαι. Θα είμαι πίσω για το μεσημεριανό.
-τι είπαμε πως κάνουμε αν κλέβεις;
– σε παρακαλώ.
( Αυτή φέρνει μία καρέκλα κι ένα σχοινί. Ο Ρόμπερτ κάθεται. Κοιτάει την αυλή. Τον δένει σφιχτά. Απομακρύνεται. Τον κοιτά. Φεύγει από το δωμάτιο. Επιστρέφει σε λίγο κουβαλώντας μία λεκάνη βρεγμένα ρούχα. Τα πετάει πάνω του. Ο Ρόμπερτ τα μυρίζει.)
– Στη θέση τους στεγνά,σιδερωμένα, καθαρά. Φυσικά, αφού ξελυθείς. Έχεις τρεις ώρες περιθώριο.
– εντάξει. Είσαι καλή όμως εσύ και θα πας μετά στην Τίζυ να πω ένα γεια, να την αποχαιρετήσω.
– Ρόμπερτ είσαι ηλίθιος. Η Τίζυ έφυγε πριν πέντε χρόνια.
( Του πετάει ένα πακέτο χαρτομάντηλα και φεύγει. Ο Ρόμπερτ δαγκώνει με τα δόντια του το σχοινί.Δεν μπορεί να φτάσει τα χαρτομάντηλα. Έχουν πέσει στη λεκάνη. Σκουπίζει τη μύτη του σε ένα σεντόνι.)

ρομαντική λήψη

τι ήθελα να δω όταν αυτή η γυναίκα έβγαζε την μπλούζα της; Καταλάβαινα πως είχε ανάγκη να φτιάξει το βλέμμα μου.
Πώς είμαι για να τη δω;Στο σχολείο ήταν νωρίς να νιώσουμε.Ο έλεγχος έμπαινε σκουπιδάκι στο μάτι και γινόταν ομορφιά. Εκείνη η φωτογραφία στο τετράδιο εργασιών, μία πρώτη συνάντηση με τον καθρέφτη. Τα πράγματα αντιστέκονται ,οι σκαντζόχοιροι ευχαριστούν το μαλακό μέρος της κοιλιάς. Και η γυναίκα επιθυμεί να βγει φωτογραφία οδηγώντας Λέξους στην εθνική. Της έχει μείνει το πρώτο στήθος.

Σελικρέσια

“Και να μου φτιάξεις έναν ακόμα καφέ”, καθώς προχωρά προς την τσουλήθρα αφήνει σκεπάσματα για τους αρρώστους. Έχει επιδημία η γειτονιά και κλάματα. Βγαίνουν στις μεγάλες φτώχειες σα ζώα στο παζάρι. ” Καλά είμαστε, δεν μας πειράζουν. Θα μας πάρουν όμως τις αποθήκες και τα χιόνια θα χρειαστούμε αδιάβροχες σκηνές απ’ αυτές που κάνουν παφ κι ανοίγουν μόνες.” Ο καφές
της νόστιμης κουζίνας , τεμπέλης χυλός, με τις φαρίνες, τον απορροφητήρα και μία παλιά μαμά καθισμένη μες στο φούρνο. Δεν τη ρώτησε αν είχε καμιά βραδιά λιποθυμίας από οργασμό ή φαντασίωση σώμα και πρόσωπο συντονισμένα. Σκούρο δέρμα, περπάτημα ελαφρύ, της φτιάχνει πρωϊνό ολ μπραν και σταφύλια. “Της αξίζει” λέει και σε μένα θα άρεσε αν είχε μακριά μαλλιά κι ερχόταν τα σαββατοκύριακα. Ένας πόλεμος σε κάθε γειτονιά , οχυρά παιδικές χαρές, ανοιχτά τα δικηγορικά γραφεία 3 με 5 , αναλαμβάνουν μόνο τα κληρονομικά. Εσένα θέλει να χωρίσει απ’ την πένσα. Στη φύτρωσαν για τα καλά και τώρα πιπιλάει σα ψάρι την ανάσα. Πίνει κι άλλο καφέ , βγαίνει απ’ το σπίτι, δηλώνει σάλιο ως γλώσσα γραφής και κρεμάει στην πλάτη επιγραφή που γράφει ” Σελικρέσια”. Φωνάζουν απ’ τα μεγάφωνα να ακονίσει τα αιχμηρά. Ήδη έχουν καταλάβει τις δυτικές τσουλήθρες και καίνε αποθήκες.

κάθομαι ως διάθεση ορθής γωνίας

μία τρομερή διάθεση
να κάνω τα πάντα ή τίποτα
να μείνω ακίνητη περιμένοντας
έναν Μαλόν να με σώσει
να βάλω φωτιά στο δάσος
και να κρύβομαι μέχρι να με βρουν
ή να με ξεχάσουν
και να γράφω λυρικά ποιήματα
για τη θάλασσα
που να τα αγαπώ
καίγοντάς τα στο πλαστικό καλάθι
ενώ είναι φανερό πως γράφω
για το σεξ
καθώς η θάλασσα
παραμένει κάτι αφηρημένο
και δεν καταλαβαίνω
τα αισθήματα που εξάπτει
διάθεση να σκουπίζω τη μύτη μου
με πανάκια
και να γίνω διάσημη ξαναχρησιμοποιώντας
χαρτιά
ή να είμαι ήδη διάσημη
γιατί είμαι ψηλή κι όμορφη
και τυχαίνει να έχω σπίτι
και να μιλάω μέτρια αγγλικά
καταπίνοντας το φαγητό
είμαι πολύ χοντρή
πολύ αδύνατη
και τα δύο μαζί
συγκεντρώνουν ένα φυσιολογικό
για την ηλικία
και τις υλικές συνθήκες βάρος
κανονικός παραμένει ο αριθμός των βιβλίων
διάθεση να δω ταινίες
χωρίς να πατάω το pause
και να βρίσκω πλάνα
στη Λαγκαβέντουρ
στην Ίντα
και στην Τερτίππη
καπνίζοντας που δεν μ’ αρέσει
πίνοντας που δεν μ’αρέσει
ανταποκρινόμενη σε προσδοκίες
και τώρα είναι που κινδυνεύω να γίνω βαρετή
όπως οι περισσότεροι
που γράφουνκαιδιαβάζουνκαισπουδάζουνκαιφτιάχνουν
απομακρυνόμενοι απ’ τη σχέση
μικρό χαμόγελο
διάθεση να τρέξω
να αργήσω στα ραντεβού
και να πάψω να ζητάω λεφτά
και να πάψω να σκέφτομαι λεφτά
και να μην έχω χρόνο
να βγαίνω από μένα
διάθεση να σπαταλάω
κρατώντας σφιχτά
αυτές που έχω ανάγκη
και να συνεχίζω απ΄την έναρξη
τον κύκλο συζητήσεων
σκέψεων και αχ
μήπως υπάρχει
διάθεση να αλλάξει
αυτό που μένει
ακίνητο και ψεύτικο
φιλικά προσκείμενο στο θάνατο
ώστε να αλλάξει
διάθεση το υπάρχον
και μεταβληθεί βιαίως

σύρε/τράβα/ σπρώξε/πήδα

“κούνα κάτω από το τραπέζι το παιχνίδι της γάτας.” είπε η Όλγα και έβαλε τη ροβέντα στην πρίζα. Έκανε ένα συμφωνικό θόρυβο, τα πίσω όργανα αυτά που κανείς δεν παίζει. Είχε να ψάξει ένα λάστιχο κήπου και να πλύνει τις βεράντες με ακουαφόρτε. ” Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ, έχεις ωραία δόντια εξάλλου”. Είπε στην Ριρί που ξεφύλλιζε ανατομίες εντόμων κι απ’ το ζόρι έκλαιγε το ένα της μάτι. Η Όλγα επιθυμούσε να δούλευε ακόμα σ’ εκείνα τα κέντρα γύρω απ’ το αεροδρόμιο. Εκεί, οι γυναίκες χορεύουν με νυφιάτικα τούλια και μπλαζέ ματ σκιές. Κανείς δεν τις αγγίζει, μόνο τις παρατηρούν. ” Με θαύμαζαν” έλεγε η Όλγα. Άνοιξε τα πόδια τραβώντας τη φούστα και κατούρησε το χορτάρι που απορροφούσε ό,τι είχε να αποβάλει, ό,τι μπορούσε να του δώσει σε προϊόν, ό,τι βγήκε για μοίρασμα από εσωτερικά όργανα. Οι πρώτες αγάπες, οι πρώτες ανάγκες. Τότε στα 1884 η Ριρί έμαθε τις οικογένειες των πολυφαγίδων και των κρυπτοκερκιδών. Στα 1885 η Όλγα χάρισε αυτά που είχε απ΄το μπαμπά σε κάτι ερωμένους, σε κάτι φίλες. Και πήδηξε σε μία καρότσα συρόμενη στα σπασμένα φλιτζάνια και στις μάχες της επόμενης ιστορικής κατασκευής.

σπίτι κυρίως και σώμα

Θα ‘θελα να είχα ένα σπίτι που να ήταν σώμα. Το δικό σου. Ή να μην είχα ποτέ μία κόκκινη σκεπή πάνω απ’ τα μυαλά μου ούτε ένα δόντι σβηστό στο τασάκι. Ό,τι πεθύμησα αντικαταστάθηκε από κουρτίνες ιβουάρ. Ό,τι αγνοούσα επέστρεφε για μαξιλαροπόλεμο τα δευτερότριτα. Μπορούσα να έχω χωρίς να πετάω ονόματα σε τοίχους και να τηγανίζω αβγά; Ήταν αληθινή η κρέμα για εγκαύματα. Έτρεξα το φανταστικό μου σπίτι να προστατέψω. Άπλωσα σ’ όλες τις τρίχες σου ποσότητα. Είχαν το μέγεθος μίας καρφίτσας. Το δέρμα ανακάλυπτε το σπίτι. Άνοιγε πόρτες , έκλεινε βλέφαρα, στοιχιζόταν για το χάδι. Εκείνο που δεν βλέπω γίνεται διάγραμμα μαθημάτων κι ας φώναζε η Τζένη πως οικονομία είναι να μαθαίνεις γρήγορα το μέλλον απ’ τους άλλους. Δείχνοντας ευγένεια στην ιδιοκτησία μπορείς να φτάσεις στο νησί που έχει ζωντανούς για ανθρώπους. Εκεί το σώμα σου βρίσκεται στη θέση του, στο σπίτι. Σε μυρίζω απ’ την εξώπορτα χωρίς προσφορά λεμονιών και λάρυγγα. Κι έτσι πιο ωραία σε καταπίνω, σάλιο από τα κάτω.

υπόθεση/αδύνατη

Να συγκεντρωθείς στη ζωή
Αδύνατο
Όταν όλα αφηρημένα
Όταν τα παπούτσια στο κρεβάτι αόριστα

Λέμε ότι είναι παρουσία
Να φαντάζεσαι την υλικότητα

(Να είσαι συγκεκριμένη.
Να μην τρως.
Να παρακαλάς.
Να προφέρεις τα σύμφωνα.)

Στο Ελ Σαλβαδόρ μία γυναίκα
Θα σάπιζε
Γιατί γέννησε νεκρό το μωρό του βιασμού

Το Ελ Σαλβαδόρ τόσο εξωτικό
Τόσο εσωτερικά καθολικό
Φέρνει κοπριά στο στόμα
Ένα πορτ μπεμπέ
Τυλιγμένο έντερα

Μία αδυναμία ονόματος
Το πρόβλημα
Που δεν συλλαμβάνεται
Εμείς.
Η περιφέρεια κοσμικής ζωής
Η ζωή.
Αυτή που συμβαίνει στη μύγα
Στο πιάτο σου.
Καθώς προσπαθείς
Να καταλάβεις.
Ο κόσμος συμβαίνει πιο
Εκεί.

Photo :Fabiola Cedillo, de la series, Los mundos de Tita.

Γκρέις/ σε βλέπω

( Η ζακέτα της είχε έξι κουμπιά. Μετά έμειναν τέσσερα. Έδειχναν μια τουλίπα σε μαρασμό.)

Αυτή που συμπαθώ & για την οποία γράφω αυτή την ιστορία είναι η Γκρέις. Η Γκρέις δουλεύει 9 με 7 από Δευτέρα έως Σάββατο στα ΜακΝτόναλντς του Σκεγκνες. Την βλέπω κάθε μέρα τις τελευταίες πέντε εβδομάδες.Πριν πάει στη δουλειά, αφού δέσει τα κορδόνια της, προτού ανεστενάξει στα σκαλιά.

( Πίνει ανάμεικτο χυμό. Πίνει ό,τι απόμεινε στο φιλοδώρημα.)

Η Γκρέις έχει συχνά το πόστο της ταμία. Φορά τη στολή , γκρι πουκάμισο , γκρι παντελόνι, αθλητικό νάικ με αερόσολα. Το μεγάλο σώμα της στέκει απέναντι στον καθένα έτοιμο για κάθε πρόκληση. Κάθε παραγγελία και καημός. Πάνω της αντανακλώνται οι ελλείψεις σε φαγητό κι αγάπη και κατανόηση και θλίψη.

( Τι μάτι κι αυτό αρρωστημένο. Γαλάζιο χημικό. Παραλίγο να πνιγεί στο δάκρυ.)

Η Γκρέις έχεις αυτό το πρόσωπο που δεν περιγράφεται. Αυτό το χωρίς περιγράμματα οβάλ. Ο λαιμός της, δύο γροθιές σε διαστολή, ετοιμοπόλεμος. Κάποιος μπορεί να
σκεφτεί πως μοιάζει με απεικόνιση γυναίκας σε αναγεννησιακό πίνακα. Ραφαήλ ή Μποτιτσέλι (αυτά δίνω ως επιλογές.)

( Τρεις λεπτές φέτες. Πως λέμε δέρμα)

Στα ρεπό της κυκλοφορεί με παντόφλες και ριγέ ροζ κάλτσες έξω απ’ τις καντίνες και τα μπίνγκο. Χαμογελάει και κάπως έτσι έμαθα πως έχει κενό στα μπροστινά της δόντια. Ένα κενό για το οποίο θα έβαζα υποθήκη το υποθετικό μου σπίτι.

( Άνοιγμα. Η ευκαιρία να χωθείς μέσα στο σώμα. Μία καλή κρυψώνα θα βρεθεί για σένα στο συκώτι.)

Το σώμα της χωρίς τη στολή είναι πιο χαμηλό. Γέρνει προς τη γη. Είναι ένα σώμα που πονά. Η μέρα του ρεπό είναι η μέρα που επιτρέπεται να εκφράζεται συναισθηματικά.

( Απομένει αυτό που την κατήγγειλε στη μέρα.)

Δεν μιλάει ποτέ η Γκρέις. Το όνομα της το έμαθα τυχαία όταν χτες μια παρέα με δεκαεπταχρονα κορίτσια την φώναξαν έτσι. Γκρέις.

( Ένα όνομα έχει μόνο ήχο. Έπειτα γινόμαστε η ερμηνεία του.)

Έτρεξαν προς το μέρος της. Της πήραν τις παντόφλες, την έφτυσαν, της γέμισαν το πρόσωπο αμυχές. Άρχισαν να βρίζουν την Γκρέις πως τάχα είχε κάποιο γκόμενο παρατήσει ή αγαπήσει ή εξυπηρετήσει που ήταν φίλος ή γνωστός ή κάποιος που θα ήθελαν δικό τους.

( Οι διαζεύξεις είναι για τα αντικείμενα
Κι εμείς είμαστε τα πιο γυαλιστερά.)

Η Γκρέις άχνα δεν έβγαλε. Όταν την άφησαν έσκυψε να βρει τα σκουλαρίκια της. Δύο κρίκους ψεύτικους απ’ το πανηγύρι. Δώρο ήταν όμως, από αδερφή.

( Λερωμένοι στη στάση. Είχε πάλι ένα ζευγάρι αφτιά.)

Το επόμενο πρωί η Γκρέις πήγε στη δουλειά ντυμένη μία στολή από ξανθιές τρίχες.

( Υπήρξε επαφή με τις παλιές τις συναδέλφισσες.)

Η Γκρέις πόζαρε και πάλι μετά από 532 χρόνια και ως πληρωμή ζήτησε από όλες τις Αφροδίτες, τις Σωσάνες , τις Μαντόνες να την βοηθήσουν να εκδικηθεί. Όλες μαζί ξερίζωσαν τα μαλλιά των κοριτσιών.

( Λευκές και κόκκινες βούλες επικράτησαν στα κρανία)

Όπως μαθεύτηκε αργότερα τα κορίτσια έβγαζαν λεφτά ανεβάζοντας βίντεο με ξυλοδαρμούς άλλων γυναικών.

Η Γκρέις έβγαλε τη στολή των ξανθών μαλλιών, έβγαλε τη στολή γκρι πουκάμισο , γκρι παντελόνι κι άναψε μία φωτιά που καίει μέχρι εδώ. Θα την καλέσω να βγούμε για φαγητό στο δικό μου ρεπό.

( Μάσηση/ κατάποση. Ευχαριστώ. Θέλεις κι άλλο;)